Κυριακή 10 Ἰουνίου 2012

ag_anastasi

ΚΕΙΜΕΝΟ 

«Ποῦ πορευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματός σου καί ἀπό τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω»;

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

    «Ποῦ νά ὑπάγω, ὥστε νά εἶμαι μακράν ἀπό τό πνεῦμα σου, καί ποῦ νά φύγω ὥστε νά μή παρακολουθοῦμαι ἀπό τό πρόσωπόν σου;» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ. 10ος, ἔκδοση « Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

       «Ὁ Προφήτης βρίσκεται σὲ ἔξαρση ἐμπνεύσεως. Μένει ἔκπληκτος μπροστὰ στὸ ἀπερίγραπτο μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ γνωρίζει ὁ Παντογνώστης! Ἀρχαῖα καὶ σύγχρονα, περασμένα καὶ μελλοντικά. Ὅλα εἶναι φανερὰ ἐνώπιόν Του. Τί μπορεῖ νὰ μείνει ἄγνωστο καὶ ἀθέατο ἀπὸ Αὐτόν; Εἶναι πανταχοῦ παρών. Δὲν ὑπάρχει μέρος στὸ ὁποῖο ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ νὰ κρυφθεῖ, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ. Ταπεινωμένος λοιπὸν ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ καὶ ἀνακράζει: «Ποῦ πορευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;», Θεέ μου, ποῦ νὰ πάω, γιὰ νὰ ἀποφύγω τὴν παρουσία Σου; Σὲ ποιὸ μέρος μακρινὸ νὰ ἀποσυρθῶ, γιὰ νὰ μὴ μὲ παρακολουθεῖ τὸ ἀκοίμητο μάτι Σου; Νὰ ἀνεβῶ μήπως στὸν οὐρανό; Ἀλλά ἐκεῖ, Θεέ μου, εἶναι ὁ θρόνος Σου. Νὰ κατεβῶ στὸν σκοτεινὸ Ἅδη; Ἀλλά τὸ κράτος Σου καὶ ἡ ἐξουσία Σου ἐκτείνεται καὶ ἐκεῖ. Νὰ ἀποκτήσω μήπως φτερὰ καὶ νὰ πετάξω, νὰ πετάξω μακριὰ ἀπό τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύση, γιὰ νὰ βρῶ μέρος ἀπόκρυφο καὶ νὰ ἀποφύγω τὴν παρουσία Σου; Ἀλλά καὶ ἐκεῖ τὸ χέρι Σου θὰ μὲ ὁδηγεῖ καὶ θὰ μὲ κρατᾶ σφιχτὰ ἡ δεξιά Σου. Ἡ γῆ ὁλόκληρη εἶναι δική Σου. Ἐξουσιάζεις τὰ σύμπαντα. Πῶς λοιπὸν θὰ μπορέσω νὰ ἀποφύγω τὴν παρουσία Σου; Θεέ μου, «Ποῦ πο¬ρευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπό τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω;» «Ποῦ  πορευθῶ…;»
        Νὰ μιὰ ἀλήθεια πού πρέπει νὰ ἔχουμε πάντοτε ὑπ’ ὄψιν μας. Ἀναζητοῦν πολλοὶ νὰ βροῦν τὸν Θεὸ «καί γε οὐ μακρὰν ἀπό ἑνός ἑκάστου ὑμῶν ὑπάρχοντα» (Πράξ. ιζ’ 27). Δὲν εἶναι μακριά. Εἶναι πολὺ κοντὰ στὸν καθένα μας. Εἶναι παρὼν σὲ ὅλα τὰ μέρη.
       Ἀλλά, ἂν ἡ ἀλήθεια αὐτὴ γιὰ τὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐνοχλεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ τοῦ προκαλεῖ φόβο, γιὰ τὸν πιστὸ ὅμως καὶ εὐσεβῆ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἀποφεύγει τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ προοδεύει συνέχεια στὴν «ἐν Χριστῷ» ζωή. Ἂν ὁ ἁμαρτωλὸς ἔντρομος θὰ λέει «Ποῦ πορευθῶ», γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ,ὁ πιστὸς καὶ εὐλαβὴς δοξάζοντας τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ λέει: «Ποῦ πορευθῶ» καὶ δὲν θὰ εἶναι ὁ Θεὸς «ἐκ δεξιῶν μου, ἵνα μὴ σαλευθῶ» (Ψάλμ. ιε’ 8);
      «Ποῦ πορευθῶ» καὶ δὲν θὰ μὲ παρακολουθοῦν στοργικὰ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ οὐράνιου Πατέρα μου;

      «Ποῦ πορευθῶ» καὶ δὲν θὰ γίνεται ἀμέσως εἰσακουστὴ ἡ προσευχή μου ἀπό τὸν παντοκράτορα Κύριο; «Ποῦ πορευθῶ», στὴν ξηρά, στὴ θάλασσα ἤ στὸν ἀέρα, καὶ δὲν θὰ εἶμαι μέσα στὸ κράτος τῆς ἐξουσίας τοῦ Παντοδύναμου;

      «Ποῦ πορευθῶ», σὲ ποιὸ διαπλανητικὸ διάστημα, σὲ ποιὲς τροχιὲς μέσα στὶς ἀπέραντες ἐκτάσεις τοῦ στερεώματος καὶ δὲν θὰ εἶμαι κάτω ἀπὸ τὴν ἄγρυπνη καὶ ἀκοίμητη παρακολούθηση τῆς θείας Του πρόνοιας; Ποιὸς στεναγμὸς ἀλάλητος θὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μου καὶ Ἐκεῖνος δὲν θὰ τὸν ἀκούει; Ποιὸς πόνος θὰ κεντᾶ τὸ ἐσωτερικό μου καὶ θὰ εἶναι ἀθέατος ἐνώπιόν Του; Ποιὰ κραυγὴ σιωπηλῆς ἱκεσίας τοῦ παιδιοῦ θὰ ἀπευθύνεται στὸν πατέρα καὶ Ἐκεῖνος δὲν θὰ ἀπαντήσει «τί βοᾶς πρὸς με» (Ἐξοδ. ιδ’ 15); Ποιὰ δάκρυα θερμὰ μετάνοιας θὰ χύνονται καὶ ὁ Φιλάνθρωπος δὲν θὰ ἀπαντήσει «εἶδον τὰ δάκρυά σου»; Ποιὲς ἐλεημοσύνες καὶ ποιὰ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας θὰ γίνονται, χωρὶς νὰ τὶς γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν θὰ ἐπαναλη¬φθεῖ ἡ βεβαίωση: «Αἰ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. ι’ 4); Ποιὸς ὁρατὸς ἡ ἀόρατος ἐχθρὸς θὰ ἐπιζητεῖ τὸ κακό μου καὶ ὁ στοργικὸς Πατέρας δὲν θὰ γνωρίζει μὲ κάθε λεπτομέρεια τὰ κακοῦργα σχέδια του καὶ δὲν θὰ μὲ προστατεύει ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς καὶ τὶς ἐνέδρες του; Τί καλὸ ἤ κακὸ γίνεται καὶ δὲν τὸ βλέπει ὁ παντα¬χοὺ Παρών; «Ἐν παντί τόπω ὀφθαλμοὶ Κυρίου σκοπεύουσι κακοὺς τε καὶ ἀγαθούς» (Παροιμ. ιε’ 3). Παντοῦ καὶ πάντοτε καλοὺς καὶ κακούς τούς βλέπει καὶ τοὺς παρακολουθεῖ τὸ ἀκοίμητο μάτι τοῦ Θεοῦ. 
«Ποῦ πορευθῶ ἀπό του πνεύματός σου..,•» Βαθιὰ ἱκανοποίησή μοῦ προκαλοῦν, Κύριε, τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Προφήτη Σου. Πόση εὐγνωμοσύνη Σοῦ ὀφείλω γιὰ τὴ βεβαίωση αὐτή, ὅτι τὸ ἄγρυπνο μάτι Σου μὲ παρακολουθεῖ καὶ ἡ παντοδύναμη δεξιά Σου μὲ προ¬στατεύει ὁπουδήποτε κι ἂν βρίσκομαι. Ἄς συναισθάνομαι βαθιά, Κύριέ μου, τὴν πανταχοῦ παρουσία Σου. Ἄς εἶναι ἡ συμπεριφορά μου σύμφωνη μὲ τὸν ἅγιο νόμο Σου. Ἄς εἶναι τὰ λόγια μου καὶ οἱ πράξεις μου καὶ οἱ σκέψεις μου φωτεινές, ἅγιες, γιὰ νὰ ἑλκύουν τὴν εὐλογία Σου. Καὶ ὅπως τώρα Σύ, Κύριε, μὲ παρακολουθεῖς ἡμέρα καὶ νύχτα σὲ κάθε τόπο καὶ χρόνο, ἀξίωσέ με νὰ ἀτενίζω καὶ ἐγὼ αἰώνια στὴ βασιλεία Σου τὸ ἄρρητο κάλλος τοῦ προσώπού Σου, γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ ἡ αἰώνια χαρὰ καὶ ἀγαλλίασή μου. Ἀμήν.» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΛΟΓΟΙ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).