Κυριακή 5 Ἰουνίου 2011 Λουκ. β΄ 22-32

ΚΕΙΜΕΝΟ

“Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, 30 ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου,  ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου  Ἰσραήλ”  

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

“Τώρα, ὅτε πλεόν εἶδον τόν Λυτρωτήν τοῦ κόσμου, ἐλευθερώνεις ἀπό τούς δεμσούς τοῦ σώματος ἐμέ τόν δοῦλον σου, Δέσποτα, καί μετ’ὀλίγον ἀποθνήσκω σύμφωνα μέ τόν λόγον σου, πού μοῦ εἶπες, ὅτι δέν θά ἀποθάνω πρίν ἴδω τόν Χριστόν.Καί μέ ἐλευθερώνεις ἐν εἰρήνῃ καί χωρίς νά ἀνησυχῶ πλέον διά τήν λύτρωσιν τοῦ Ἰσραήλ, διότι εἶδασν οἱ ὀφθαλμοί μου τόν ἐνανθερωπήσαντα υἱόν σου, ὁ ὁποῖος θά φέρει τήν σωτηρίαν, τήν ὁποίαν ἡτοίμασες διά νά γίνῃ φανερά ἐνώπιον ὅλων τῶν λαῶν πρός εὐεργεσίαν ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά καί τῶν ἐθνικῶν” ( Ἀπό τήν “ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας”τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”) 

ΣΧΟΛΙΟ (συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)

Νὰ ποὺ πλέον ἡ προσωπική μας Ὑπαπαντὴ ἔγινε.  Ὑποδεχθήκαμε καὶ ἐμεῖς σὰν τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Κύριο. Τὸν ὑποδεχθήκαμε στὴν προσευχή μας, μὲ τὴν μελέτη τοῦ θείου Του λόγου, κυρίως δὲ μὲ τὴν Θεία Κοινωνία…

Τί λοιπὸν πρέπει νὰ κάνουμε μετὰ τὴν ὑποδοχή αὐτή; Νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε θερμὰ καὶ νὰ τὸν δοξολογήσουμε. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁμιλεῖ ἐδῶ γιὰ πληρωμή. Πῆρες, λέγει, τόσες μεγάλες δωρεές; Πλήρωσε, λοιπόν! Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ πληρωμή;  Αὐτὴ ἀκριβῶς· ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἔγινες, λέγει, υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπολαμβάνεις τὸ πνευματικὸ τραπέζι, τρώγωντας τίς σάρκες καὶ τὸ αἷμα ποὺ σὲ ἀναγέννησε, λοιπὸν «ἀποδίδου τῆς τοσαύτης εὐργεσίας τὴν ἀμοιβὴν καὶ δόξαζε τὸν τοιαῦτα παρεσχηκότα». (Εἰς τὸν 144ον Ψαλμὸν, P.G. 55,464). Ὅσοι, λέγει ἀλλοῦ ὁ ἅγιος βιάζονται νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν ναό, πρὶν εὐχαριστήσουν τὸν Κύριο, μιμοῦνται τὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος ἐκοινώνησε καὶ ἔφυγε, πρὶν οἱ Μαθηταὶ ὑμνήσουν τὸν Θεὸν καὶ πορευθοῦν μὲ τὸν Κύριο στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. (Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. 82,2 P.G. 58,740).

Πρέπει δυστυχῶς νὰ τὸ ὁμολογήσουμε. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς εἴμαστε ἀχάριστοι. Διαρκῶς γκρινιάζουμε καὶ παραπονιόμαστε. Ἕνα «δόξα σοι, ὁ Θεός» σπάνια νὰ ἀκουστῇ. Καὶ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς  ἄπειρες εὐλογίες καὶ δωρεές, μᾶς προσφέρει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό Του. Τί μᾶς λείπει, λοιπόν; Γιατί δὲν ἀφήνουμε τὴν καρδιά μας νὰ πλημμυρίσῃ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ αἰσθήματα δοξολογίας; Τουλάχιστον ἄς μᾶς διδάξῃ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Συμεὼν καὶ στὸ ἑξῆς νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς γίνεται κατὰ κάποιον τρόπο προσωπική μας ἑορτή. Ἄς εἶναι ὅμως σωστὴ ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου μας. Εἴτε προσευχόμαστε, εἴτε μελετοῦμε τὸν λόγο Του, εἴτε κοινωνοῦμε, νὰ τὸ κάνουμε μὲ συναίσθησι μεγάλη. Νὰ εἶναι στὴν καρδιά μας ἀναμμένη ἡ φλόγα τοῦ θείου πόθου, νὰ δεχώμαστε τὸν Κύριο μὲ εὐλάβεια καὶ νὰ ξεχειλίζῃ ἡ καρδιά μας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ δοξολογία πρὸς Αὐτόν.