Ἐφεσ. α´1-2

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Παῦλος, ἀπόστολος  Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, τοῖς ἁγίοις τοῖς οὖσιν ἐν  Ἐφέσῳ καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ  Ἰησοῦ·  χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου  Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. α´ 1-2).

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Ἐγώ ὁ Παῦλος, πού μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶμαι ἀπόστολος Ἰησοῦ Xριστοῦ, γράφω τήν ἐπιστολήν αὐτήν πρός ἐκείνους πού ἁγιάσθησαν διά τοῦ βαπτίσματος διά νά ζοῦν εἰς τό ἑξῆς βίον ἅγιον, κατοικοῦν δέ εἰς τήν Ἔφεσον καί εἶναι πιστοί καί ἑνωμένοι πνευματικῶς μέ τόν Ἰησοῦν. Εἴθε νά εἶναι εἰς σᾶς χάρις καί εἰρήνη ἀπό τόν Θεόν Πατέρα μας καί τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν»  (Ἀπό τήν « ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση  « Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ (α)

      Ὁ Παῦλος ἐπίστευε γιά τόν ἑαυτό του ὅτι ἦταν Ἀπόστολος.  Δέν ἀνῆκε βέβαια στή χορεία τῶν δώδεκα. Τόν ἐκάλεσε ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μέ ὅραμα, καθώς μετέβαινε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στή Δαμασκό. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκάλυψε στόν Παῦλο τό Εὐαγγέλιό του. Ὑπῆρχαν ὅμως ψευδάδελφοι, πού ἀμφισβητοῦσαν τό ἀποστολικό του κῦρος καί αὐτό δέν μποροῦσε νά τό ἀνεχθεῖ μέ τίποτε ὁ μεγάλος Ἀπόστολος, ὄχι ἀπό ἐγωϊσμό καί εὐθιξία, ἀλλά γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό καί στό προοίμιο τῆς ἐπιστολῆς του πρός τούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου μιλᾶ γιά τήν ἀποστολικότητά του. Εἶμαι λέει ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί εἶμαι ἀπόστολος ὄχι αὐτόκλητος καί αὐτοχειροτόνητος, ἀλλά διότι τό θέλησε ὁ Θεός καί μέ ἀνέβασε στό ἀποστολικό ἀξίωμα.  «Καί ἑπομένως ὅσα λέγω καί ὅσα γράφω δέν εἶναι δικά μου. Εἶναι λόγια καί διδαχές Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος μέ ἐξέλεξε καί μέ ἀνέβασε στό μεγάλο ἀξίωμα τοῦ Ἀποστόλου.
 Αὐτή τήν ἐκλογή ὁ Παῦλος τήν θεωροῦσε κατ᾽ ἐξοχήν τιμητική. Ὁ τίτλος «ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ» ἦταν τά χρόνια ἐκεῖνα ὁ πιό τιμητικός ταυτόχρονα ὅμως καί ὁ πιό ἀκριβός. Ἦταν μεγάλη τιμή νά εἶναι κάποιος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή στιγμή ὅμως, πού γινόταν ἀπόστολος ἡ ζωή του ζυμωνόταν μέ ἐξευτελισμούς, ταπεινώσεις, διωγμούς, κινδύνους καί ποικίλες στερήσεις. Κανένας Ἀπόστολος δέν πέθανε χωρίς διωγμούς, φυλακίσεις καί θάνατο μαρτυρικό.
      Ὅλα αὐτά σημαίνουν ὅτι, ὡς χριστιανοί, ὀφείλουμε νά θεωροῦμε τιμή καί δόξα μας τό ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἐκάλεσε στήν πίστη καί μᾶς κατέστησε μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας του ταυτόχρονα ὅμως νά ξέρουμε πώς ὁ ἀγώνας γιά πιστή τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ συνεπάγεται κόπους καί ἱδρῶτες πνευματικούς. Ἴσως καί εἰρωνεῖες καί παραγκωνισμούς καί παραθεωρήσεις, ἰδιαίτερα μάλιστα στίς μέρες μας.