Ρωμ. στ΄9

Τετάρτη 7  Ἀπριλίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

"Εἰδότες ὅτι Χριστός ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ἔχομεν δε τήν πεποίθησιν αὐτήν, διότι γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Χριστός ἀναστηθείς ἐκ νεκρῶν δέν πεθαίνει πλέον·  ὁ θάνατος δέν ἔχει πλέον ἐξουσίαν ἐπ’ αὐτοῦ καί δέν δύναται νά τόν κυριεύσῃ" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Παν.Τρεμπέλα, ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

    Τόν ἐπινίκιον χαιρετισμὸν «Χριστὸς ἀνέστη» καὶ τὴν θριαμβευτικὴν ὁμολογίαν «Ἀληθῶς ἀνέστη» ἀνταλλάσσουν ἐπὶ ὁλοκλήρους τεσσαράκοντα ἡμέρας οἱ πιστοὶ ὀπαδοὶ τοῦ Ἐσταυρωμένου, τοῦ ἀναστάντος Λυτρωτοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ πολὺ δικαίως.
    Ἐνθυμεῖσθε ποὶα ἦτο ἡ ἀτμόσφαιρα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τρεῖς μόνον ἡμέρας πρὸ τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ σκότους, τοῦ μίσους, τοῦ ἐγκλήματος, οἱ ἄπιστοι Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι εἶχαν καταδικάσει εἰς θάνατον τὸν Δίκαιον, τὸν Ἅγιον, τὸν Εὐεργέτην των. Καὶ ἀκόμη εἶχαν ἐπιτύχει μὲ κάθε εἴδους ἐκβιασμοὺς νὰ ἐπικυρώση τὴν παράνομον καὶ ἄδικον θανατικὴν καταδίκην τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς ρωμαῖκῆς ἐξουσίας εἰς τὴν Παλαιστίνην, ὁ Πόντιος Πιλάτος.
    Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἐγκαταλελειμμένος καὶ ἀνυπεράσπιστος ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ «παρέδωκε τὸ πνεῦμα».
    Ἀλλ’ εἰς ποῖον παρέδωκε τὸ πνεῦμα; Ὁ Ἴδιος τὸ διεκήρυξε: «Πάτερ εἰς χεῖρας σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμα μου» (Λουκ. κγ’ 46). Εἰς τὰ χέρια τοῦ οὐρανίου Πατρός Του. Ἀλλ’ αὐτὸ ἦτο ἀκριβῶς ἡ πλήρης ἀσφάλεια καὶ ἡ τελεία βεβαιότης ὅτι ἡ μεγίστη ἀδικία ποὺ ἔγινεν εἰς βάρος Του θὰ ἐπανωρθώνετο. Πῶς ἦτο δυνατὸν ὁ δίκαιος καὶ Ἅγιος Θεὸς νὰ ἀνεχθῆ μίαν ἐγκληματικὴν ἐνέργειαν, μεγαλυτέραν καὶ χειροτέραν τῆς ὁποίας οὔτε εἶδεν οὔτε θὰ ἴδη ποτὲ ὁ κόσμος; Διότι τί κακὸν εἶχε κάμει ὁ Ἰησοῦς; Τίποτε ἀπολύτως. Ποιὸν ἠδίκησε; Κανένα. Τουναντίον ἐσκόρπισεν εὐεργεσίας. Ἐφανέρωσε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Διεκήρυξε τὴν ἀλήθειαν. Καὶ ὅμως ἐναντίον τοῦ ὑψίστου Εὐεργέτου τῆς ἀνθρωπότητος διεπράχθη ἡ μεγίστη ἀδικία. Ὁ ἀθῶος κατεδικάσθη ὡς ἔνοχος. Ὁ δίκαιος ἐθεωρήθη ἁμαρτωλός. Ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου κατεδικάσθη εἰς θάνατον. Καὶ ἀπέθανεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ! Καὶ ἐτάφη ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸν Νικόδημον! Καὶ ὁ μέγας λίθος ἀπέκλεισε τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Καὶ οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶται, φρουροὶ ἀδίστακτοι παρέστεκαν εἰ τὸν τάφον!
    Πλήν τί μὲ αὐτό; Ὁ Χριστὸς ἀνέστη! Τὸ ἀναγγέλλουν οἱ Ἄγγελοι εἰς τάς μυροφόρους γυναῖκας. Τὸ βεβαιώνουν οἱ μαθηταί, εἰς τοὺς ὁποίους κατ’ ἐπανάληψιν ἐνεφανίσθη ὁ Ἀναστάς. Τὸ διακηρύττει ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ εἴκοσι αἰῶνας.
    «Χριστὸς ἀνέστη». Ἡ ἀδικία ποὺ ἔγινε δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ ἐπανορθωθῆ. Ἡ ἀθωότης τοῦ καταδικασθέντος δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ ἀποκαλυφθῆ. Τοῦ ἐστέρησαν δι’ ὀλίγας, μόλις διὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν ζωήν, ἂλλ’ Ἐκεῖνος αὔτεξουσιως ἀνέστη, χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸν πλέον νὰ ἀπόθανη.
    Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ διακηρύττει: «Χριστὸς ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. ς’ 9). Πηγὴ ἀστείρευτος καὶ αἰωνία τῆς πνευματικῆς καὶ τῆς ὑλικῆς ζωῆς ὁ Κύριος ὡς Θεός, ἀπέθανεν ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ὅταν προσέφερε τὴν λυτρωτικὴν θυσίαν χάριν τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἂλλ’ ὁ θάνατος δὲν εἶχε καμμίαν ἐξουσίαν ἐπὶ τοῦ ἀναμαρτήτου καὶ ἁγίου,τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ θάνατος Τοῦ καταφέρει καίριον πλῆγμα κατὰ τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος εἶναι πικρὸς καρπὸς καὶ θλιβερὰ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. Καὶ μεταδίδει λοιπὸν ὁ ἀναστάς Κύριος ἀπό τὴν Ἰδικήν Του ζωὴν εἰς τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του καὶ μᾶς ζωοποιεῖ ἀπό τὸν θάνατον τῆς ἁμαρτίας, θὰ ἀναστήση δὲ κατὰ τὴν δευτέραν Τοῦ παρουσίαν καὶ τὰ θνητὰ σώματά μας, ὥστε νὰ καταργηθῆ παντελῶς τότε ὁ θάνατος, νὰ βασιλεύη δὲ καὶ κυρίαρχη παντοῦ ζωὴ ἀθάνατος καὶ αἰωνία.
    Ἐπί πλέον ἡ Ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ ἐγγυᾶται τὴν τελικὴν νίκην τῆς ἀληθείας, τὸν θρίαμβον τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἀρετῆς. Ὅσοι πιστεύουν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ εἶναι ἡνωμένοι μαζί Του καὶ βαδίζουν τὸν δρόμον τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς ἀρετῆς, ἐνδέχεται νὰ περιφρονηθοῦν ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἐνδέχεται νὰ συκοφαντηθοῦν καὶ νὰ ἀδικηθοῦν καὶ νὰ διωχθοῦν. Χαρὰ καὶ τιμὴ καὶ δόξα εἰς αὐτούς. Μὴ τοὺς φοβεῖσθε. Εἰς τὸ τέλος θὰ νικήσουν καὶ θὰ θριαμβεύσουν. Ἡ τελευταία νίκη ἀνήκει πάντοτε εἰς τὴν ἀλήθειαν. Ὁ Ἴδιος μᾶς ἐβεβαίωσε περὶ αὐτοῦ: «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσι… ἀλλά θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ιε’20, ις’33).
    Ὁ ἀναστάς Κύριος εἶναι ὁ μέγας καὶ αἰώνιος νικητὴς τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Μὲ τὴν χάριν Του καὶ τὴν δύναμὶν Του ἀναδεικνύει καὶ τοὺς πιστοὺς ὀπαδοὺς Του νικητάς καὶ θριαμβευτάς. Οὔτε ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας, οὔτε τὸ ρεῦμα τοῦ κακοῦ, οὔτε τοῦ θανάτου τὸ κράτος, οὔτε τοῦ διαβόλου ἡ ἰσχὺς ἠμποροῦν νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν ἀνακαινιστικὴν δύναμιν τοῦ ἀναστάντος Θριαμβευτοῦ. Ὁ ἴδιος τὸ διεκήρυξε καὶ τὸ ἐβεβαίωσεν: «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα», διότι «ἐγὼ εἰμι… ὁ ζῶν καὶ ἐγενόμην  νεκρὸς καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀποκ. κα’ 5, α’ 18). Αὐτὴν δὲ τὴν «καινήν», τὴν νέαν, τὴν ἀθάνατον ζωὴν τὴν μεταδίδει ἄφθονον εἰς τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς Του.
    Δοξάσατε λοιπὸν καὶ ὑμνήσατε καὶ εὐλογήσατε τὸν αἴτιον τῆς σωτηρίας μας, τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας, τὸν ἀναστάντα Λυτρωτήν,καὶ μὲ καρδίαν εὐγνώμονα ἀνακράξατε:
    Χριστὸς ἀνέστη. — Ἀληθῶς ἀνέστη. ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου «Χριστός ἀναστάς», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).