Αποκ. κβ΄19

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«καὶ ἐάν τις ἀφέλῃ ἀπὸ τῶν λόγων τοῦ βιβλίου τῆς προφητείας ταύτης, ἀφελεῖ ὁ Θεὸς τὸ μέρος αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ ἐκ τῆς πόλεως τῆς ἁγίας, τῶν γεγραμμένων ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Καί ἐάν κανείς τολμήσῃ νά ἀφαιρέσῃ ἀπό τούς λόγους τῆς προφητείας αὐτῆς, θά ἀφαιρέσῃ ὀ Θεός τήν μερίδα του ἀπό τό δένδρον τῆς ζωῆς καί ἀπό τήν πόλιν τήν ἁγίαν. Κανείς ἄς μή ἀφαιρέσῃ τίποτε ἀπό αὐτά, πού ἔχουν γραφῆ εἰς τό βιλίον αὐτό» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

    Μέ κάποιο φόβο μήπως παραποιηθῇ τό περιεχόμενο τῆς «᾿Αποκαλύψεως», πού τοῦ ἐδόθη ἀπό Θεοῦ, ὁ ἅγιος Προφήτης τῆς Καινῆς Διαθήκης, λίγο πρίν κλείσῃ τό Βιβλίον πού ἔγραψε, τονίζει μέ ἰδιαίτερη ἔμφασι ὅτι «δέν ἐπιτρέπονται σ’ αὐτό οὔτε προσθῆκες οὔτε ἀφαιρέσεις» (ΕΒ).
    «…ἐάν τις ἐπιθῇ ἐπί ταῦτα», γράφει, ἐάν ἐπιχειρήσῃ δηλαδή κάποιος νά προσθέσῃ κάτι δικό του στά ὅσα περιέχονται στήν «᾿Αποκάλυψι», «ἐπιθήσει ὁ Θεός ἐπ’ αὐτόν τάς πληγάς τάς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ». Θά τόν τιμωρήσῃ ὁ Θεός. Θά στείλῃ ἐπάνω του τίς πληγές καί τιμωρίες πού εἶναι γραμμένες στό Βιβλίον αὐτό.
    «…καί ἐάν τις ἀφέλῃ ἀπό τῶν λόγων τοῦ βιβλίου τῆς προφητείας ταύτης», ἐάν δηλαδή ξεχωρίσῃ καί βγάλῃ κάποιος κάτι ἀπό τά λόγια αὐτοῦ τοῦ Βιβλίου, θά τόν τιμωρήσῃ ὁ Θεός μέ πολύ μεγάλη τιμωρία. Θά χάσῃ τήν εὐτυχία τοῦ Παραδείσου. «…ἀφελεῖ ὁ Θεός τό μέρος αὐτοῦ ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καί ἐκ τῆς πόλεως τῆς ἁγίας, τῶν γεγραμμένων ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ» (᾿Αποκ. κβ´ 18-19). «Θά ἀφαιρέσῃ ὁ Θεός τήν μερίδα του ἀπό τό δένδρον τῆς ζωῆς καί ἀπό τήν πόλιν τήν ἁγίαν» (ΠΤ). Δέν θά κληρονομήσῃ τά ἀνέκφραστα ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
    Τά αὐστηρά αὐτά προειδοποιητικά λόγια τοῦ ἁγίου ᾿Αποστόλου ἀναφέρονται περισσότερο στούς «ἑρμηνευτάς καί κριτικούς, τήν ὑπό τῶν ὁποίων κακοποίησιν τοῦ βιβλίου του θά προέβλεψεν ὁ προφήτης» (ΠΜ), καί λιγώτερο στούς ἀντιγραφεῖς.
    Τά γράφει αὐτά ὁ ῞Αγιος, διότι εἶναι ἀπολύτως πεπεισμένος ὅτι ὅσα ἔγραψε στήν «᾿Αποκάλυψι» εἶναι πλήρως ἀληθινά καί διότι γνωρίζει ὅτι εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ καί δέν χωρεῖ σ’ αὐτά ἀνθρωπίνη προσθαφαίρεσις. ῞Ενας ἄνθρωπος μπορεῖ νά πῇ κάτι ἤ νά γράψῃ ἕνα βιβλίο καί κατόπιν νά τό ἀναθεωρήσῃ καί νά τό ἐκδώσῃ βελτιωμένο. Διαπιστώνει ἴσως κάποιο λάθος καί τό διορθώνει ἐκ τῶν ὑστέρων στά λόγια του ἤ στά γραπτά του. Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο καί μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτά εἶναι τέλεια καί ἀλάθητα, λόγια τοῦ πανσόφου καί παντογνώστου Κυρίου.
    Αὐτός ἑπομένως πού θά τολμήσῃ νά τροποποιήσῃ καί νά ἀλλάξῃ τά λόγια αὐτά τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνον ἀσεβεῖ, ἀλλά καί «ὑπερβαίνει τά ἐσκαμμένα». Ξεφεύγει ἀπό τά ὅριά του καί ἐπιχειρεῖ νά διορθώσῃ κατά κάποιον τρόπο τόν Θεό, πρᾶγμα πού φανερώνει ὑπέρμετρον ἐγωϊσμόν καί ἑωσφορικήν  ἀλαζονείαν.
    ῾Υπῆρξαν δέ κατά καιρούς, ὅπως ὑπάρχουν καί σήμερα, μερικοί ἑρμηνευταί δῆθεν τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἰδιαιτέρως μάλιστα μεταξύ τῶν Προτεσταντῶν ἤ Εὐαγγελικῶν καί τῶν ᾿Αγγλικανῶν, οἱ ὁποῖοι ὑποτιμοῦν ὡρισμένες περικοπές της. Τίς θεωροῦν μύθους. ῎Ανθρωποι ὀρθολογισταί, οἱ ὁποῖοι δέν πιστεύουν στό θαῦμα καί διαγράφουν μέ μιά μονοκονδυλιά φράσεις τοῦ γραπτοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πού περιγράφουν θαύματα στήν φύσι καί στούς ἀνθρώπους. ᾿Εν ὀνόματι τάχα τῆς ᾿Επιστήμης ἐπιχειροῦν νά ἀπομυθοποιήσουν, ὅπως ἰσχυρίζονται, τόν αἰώνιο θεῖο λόγο. Θεωροῦν ὡς ἀπόβλητα αὐτά πού δέν τά φθάνει ἡ κοντόφθαλμη λογική τους.
    Εἶναι καί ἄλλοι πού τροποποιοῦν τά νοήματα τῆς῾Αγίας Γραφῆς, λέγοντας ὅτι σήμερα ἄλλαξαν οἱ καιροί καί ὅτι δέν πρέπει νά εἴμαστε ὑπερβολικοί καί τά παρόμοια.
    Κάτι ἀνάλογο κάμνουν καί ἐκεῖνοι πού παραποιοῦν καί παρερμηνεύουν τά χωρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, γιά νά στηρίξουν μέ τήν διαστρέβλωσι αὐτή τίς κακοδοξίες καί αἱρετικές διδασκαλίες τους. Στήν πρώτη γραμμή μεταξύ αὐτῶν βρίσκονται οἱ ἀξιολύπητοι «Μάρτυρες τοῦ ᾿Ιεχωβά», οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἰδιαιτέρως ἀρέσκονται νά ἀσχολοῦνται μέ τό Βιβλίον τῆς «᾿Αποκαλύψεως», ἀλλά τό ἑρμηνεύουν ὅπως θέλουν. ῎Αν δέν μετανοήσουν, τούς περιμένει ἡ φοβερή τιμωρία πού ἀναφέρει ἐδῶ ὁ θεόπνευστος Συγγραφεύς της.
    Καθένα γενικῶς πού ἀφαιρεῖ ἤ προσθέτει κάτι καί ἀλλάσσει ἔτσι τό νόημα τοῦ θείου λόγου, τόν ἀναμένει τό φοβερό ἐκεῖνο ἀνάθεμα, γιά τό ὁποῖο κάμνει λόγο καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «…εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω», γράφει. ᾿Εάν κάποιος σᾶς κηρύττῃ διαφορετικό Εὐαγγέλιο ἀπό αὐτό πού παρελάβετε, ἄς εἶναι ἀναθεματισμένος καί χωρισμένος ἀπό τόν Θεό. ᾿Ακόμη καί ἐγώ ὁ ἴδιος, τονίζει ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος, ἐάν ἀλλάξω καί σᾶς διδάξω διαφορετικά πράγματα, ἄς εἶμαι ἀναθεματισμένος. Καί ἄλλος ᾿Απόστολος ἄν εἶναι αὐτός πού θά σᾶς κηρύξῃ κάτι διαφορετικό καί ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού παρελάβετε, ἀλλά καί ἄγγελος Θεοῦ, ἄς εἶναι ἐπίσης ἀναθεματισμένος (βλ. Γαλ. α´ 6-9).
    Γιατί ἆρα γε τά λέγει τόσο αὐστηρά; Διότι τό παραποιημένο καί παρερμηνευμένο Εὐαγγέλιο παύει πλέον νά εἶναι θεϊκό δῶρο καί δημιούργημα. Γίνεται ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, τό ὁποῖο δέν ἔχει τήν δύναμι καί χάρι νά σώσῃ τόν ἄνθρωπο, ὁσονδήποτε ὡραῖο καί ἑλκυστικό καί ἄν φαίνεται.
῾Η «᾿Αποκάλυψις» εἶναι Βιβλίο θεϊκό, πού μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν κορυφαία ἐλπίδα μας, πού εἶναι ὁ Παράδεισος, ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.᾿Εάν στεκώμαστε στόν ἀγῶνα τόν πνευματικό καί συνεχίζουμε νά βαδίζουμε τόν δρόμο τῆς εὐσεβείας, γίνεται τοῦτο, διότι παίρνουμε τόνωσι ἀπό τό ὅραμα τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ τελικοῦ θριάμβου τῆς ᾿Εκκλησίας, τόν ὁποῖον ἡ «᾿Αποκάλυψις» προβάλλει κατά τρόπον ὑπέροχον. Μέ τίς ἐντυπωσιακές καί ζωηρές σκηνές καί εἰκόνες της μᾶς βοηθεῖ νά ὑψώνουμε ψηλά τόν νοῦ καί τήν καρδιά πρός τόν οὐρανό, πρός «τό βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ´ 14), πρός τόν «ἀμαράντινον στέφανον τῆς δόξης» (Α´ Πέτρ. ε´ 4). Μᾶς στρέφει πρός τήν οὐράνια πόλι τῆς αἰωνίου μακαριότητος, ἐκεῖ ὅπου θά ἐκπληρωθοῦν ὅλες οἱ ἱερές ἐπιθυμίες μας καί θά ἀπολαμβάνουμε τό ἀπρόσιτο κάλλος καί τήν ἀνέκφραστη δόξα τοῦ Θεοῦ μας.
    ῎Αν ὅμως κτυπηθῇ ἡ πηγή αὐτῆς τῆς θερμῆς καί ζωντανῆς ἐλπίδος, ἄν ἀλλάξῃ τό περιεχόμενο τοῦ Βιβλίου, πού δίνει πνοή στήν ἐλπίδα μας γιά τό αἰώνιο μέλλον μας, τί θά ἀπομείνῃ μέσα μας καί τί θά μᾶς βοηθῇ, ὥστε νά ἀποφύγουμε τόν χείμαρρο τοῦ κακοῦ, πού ὁρμᾷ ἀπειλητικός ἐναντίον μας;
    Μή λησμονοῦμε δέ ὅτι, γιά νά μείνῃ ἀνόθευτος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀγωνίσθηκαν μέ αὐταπάρνησι καί αὐτοθυσία πολλοί ῞Αγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων, ὡρισμένοι μάλιστα ἔχυσαν καί τό αἷμα τους. Γι’ αὐτό καί σήμερα κτυπᾷ ἡ ᾿Εκκλησία μας «ἀνυποχώρητα κάθε αἵρεση, πού ἀποτελεῖ νοθεία καί παραμόρφωση τῆς ἀλήθειας πού μᾶς παραδόθηκε» (ΕΒ).
    Χρέος μας λοιπόν δέν εἶναι νά ἀλλάσσουμε τόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ, προσαρμόζοντάς τον δῆθεν στίς σύγχρονες ἀπαιτήσεις, ἀλλά νά φροντίζουμε πῶς νά μένῃ ἀνέπαφος καί ἀνόθευτος ἀπό ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις. Πρό πάντων δέ νά τόν ἐφαρμόζουμε πιστά, προσπαθῶντας νά προσαρμόζουμε τήν ζωή μας σύμφωνα μέ τίς αἰώνιες ἀπαιτήσεις του. Τότε καί μόνον θά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς στήν ἁγία πόλι τοῦ οὐρανοῦ, τήν ὁποία τόσον ἐκπληκτικά παρουσιάζει ἡ «᾿Αποκάλυψις». ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).