Αποκ. κβ΄11

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ
« ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ρυπαρὸς ρυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Κανενός ἡ θέλησις καί ἡ ἐλευθερία δέν βιάζεται. Ἄς κάμῃ ὁ καθένας ὅ,τι τοῦ ἀρέσει. Ἐκεῖνος πού ἁμαρτάνει, ἄν θέλῃ,  ἄς ἁμαρτήσῃ ἀκόμη, καί ἐκεῖνος πού εἶναι ἀκάθαρτος ἀπό τά ρυπαρά ἔργα τῆς σαρκός, ἄς γίνῃ περισσότερον ρυπαρός, ἄν τοῦ ἀρέσῃ. Ἀλλά καί ὁ δίκαιος ἄς ἐπιτελέσῃ ἔργα δικαιοσύνης καί ἀρετῆς περισσότερα. Καί ὀ ἅγιος ἄς ἁγιασθῇ ἀκόμη.» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

    «῾Η ἔννοια πού κυριαρχεῖ στό τελευταῖο κεφάλαιο τῆς «᾿Αποκαλύψεως» εἶναι ὅτι ὁ Κύριος θά ἔλθῃ γρήγορα γιά νά ἀποδώσῃ στόν καθένα κατά τά ἔργα του. «…ἰδού ἔρχομαι ταχύ» καί «ὁ καιρός ἐγγύς ἐστιν», εἴδαμε νά μᾶς λέγῃ προηγουμένως. ᾿Αλλά καί στήν συνέχεια ἐπαναλαμβάνει καί πάλι τήν ἴδια διαβεβαίωσι· «᾿Ιδού ἔρχομαι ταχύ, καί ὁ μισθός μου μετ’ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τό ἔργον ἔσται αὐτοῦ».
    ᾿Επιμένει στήν ἔννοια αὐτή, γιά νά συναισθανθῇ καθένας μας τίς ὑποχρεώσεις πού ἔχει, καί νά ἀναλάβῃ τίς εὐθῦνες του. Γι’ αὐτό καί ὁμιλεῖ ἐδῶ καί γιά τούς δρόμους πού μποροῦμε ἀλλά καί πρέπει νά βαδίσουμε ἐν ὄψει τῆς τελικῆς κρίσεως τῶν ἔργων μας. «…ὁ ἀδικῶν», λέγει, «ἀδικησάτω ἔτι, καί ὁ ρυπαρός ρυπαρευθήτω ἔτι, καί ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καί ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἀειμνήστου Π. Ν. Τρεμπέλα· «᾿Εκεῖνος πού ἁμαρτάνει, ἄν θέλῃ, ἄς ἁμαρτήσῃ ἀκόμη, καί ἐκεῖνος πού εἶναι ἀκάθαρτος ἀπό τά ρυπαρά ἔργα τῆς σαρκός, ἄς γίνῃ περισσότερον ρυπαρός, ἄν τοῦ ἀρέσῃ. ᾿Αλλά καί ὁ δίκαιος ἄς ἐπιτελέσῃ ἔργα δικαιοσύνης καί ἀρετῆς περισσότερα. Καί ὁ ἅγιος ἄς ἁγιασθῇ ἀκόμη».
    ῞Οταν βέβαια προτρέπῃ ὁ Θεός «ὁ ρυπαρός ρυπαρευθήτω ἔτι», δέν σημαίνει ὅτι ἐγκρίνει τήν ζωή τῆς ἁμαρτίας καί παρακινεῖ νά μολυνώμαστε πιό πολύ μέ αὐτήν. ῾Ο Θεός εἶναι ἀπολύτως ἅγιος καί δέν θέλει οὔτε ἔχει σχέσι μέ τό κακό. Δέν συμβιβάζεται ποτέ μαζί του. ᾿Εκεῖνο πού κάμνει μέ τά λόγια Του αὐτά εἶναι ὅτι ἐπιβεβαιώνει τήν ἐλευθερία πού ᾿Εκεῖνος μᾶς ἐχάρισε. Μᾶς ἔπλασε ἐλευθέρους καί δέν θέλει νά καταργήσῃ τό προνόμιο πού ὁ ῎Ιδιος μᾶς ἔδωσε.
    ῾Ωραιότατα ἑρμηνεύει τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου ὁ  ἑρμηνευτής τῆς «᾿Αποκαλύψεως» ᾿Ανδρέας. Τά λέγει αὐτά ὁ Θεός, σημειώνει, «οὐχ ὡς ἀδικίαν ἤ ρυπαρίαν προτρέπων… μή γένοιτο. ᾿Αλλ’ ὡς τό τῆς γνώμης φυλάττων ἀκατανάγκαστον· ὡς ἄν εἴποι· ἕκαστος τό ἀρέσκον αὐτῷ ποιησάτω· οὐ βιάζω τήν προαίρεσιν» (ΠΜ). Τήν ἀδικία καί τήν ρυπαρότητα δέν τήν θέλει, εἴπαμε, ποτέ ὁ Θεός. Τήν ἐλευθερία μας ὅμως τήν θέλει ἀπολύτως. Καί θέλει νά διατηρήσῃ τό «ἀκατανάγκαστον» τῆς γνώμης καί προαιρέσεώς μας. Δέν ἀναγκάζει, δέν ὑποχρεώνει κανένα νά ζῇ χριστιανικά διά τῆς βίας. ῾Οτιδήποτε ἄλλως τε γίνεται κατ’ ἀνάγκην, δέν ἔχει ἀξίαν. «Τό κατά βίαν γινόμενον οὐ λογικόν, οὐδέ ἀρετή», ἔλεγε καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός (Ρ.ὒ. 94, 969).
    Μέ αὐτή τήν προτροπή εἶναι σάν νά λέγῃ ὁ Θεός· «῎Ας κάνῃ ὁ καθένας ὅ,τι τοῦ ἀρέσει. Δέν τόν βιάζω. Τόν ἀφήνω ἐλεύθερο. Σέ λίγο ὅμως θά δώσῃ λόγο» (ΧΒ). Γι᾿ αὐτό καί προσθέτει ὁ Θεός ὅτι θά ἔλθῃ γρήγορα γιά νά ἀποδώσῃ μέ δικαιοσύνη στόν καθένα κατά τά ἔργα του (᾿Αποκ. κβ´ 11-12).
    Τόν σεβασμόν αὐτόν πού ἐκδηλώνει ὁ Θεός πρός τήν ἐλευθερία μας τόν καταλαβαίνουμε καλύτερα, ἄν σκεφθοῦμε τήν περίπτωσι ἑνός ἀνθρώπου πού προχωρεῖ στήν αὐτοκτονία. Δέν τήν θέλει τήν αὐτοκτονία ὁ Θεός. ᾿Αφήνει ὅμως ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο νά κάνῃ αὐτό πού τοῦ ἀρέσει. Αὐτοκτονία ἄλλως τε ψυχική, θάνατος τῆς ψυχῆς, εἶναι καί ἡ ζωή τῆς ἁμαρτίας.
    Λέγοντας ὅμως ὁ Κύριος στόν ἄνθρωπο «ἀδίκησε, ἀφοῦ τό θέλεις, περισσότερο, ἐπίμενε στήν ἁμαρτία ἀκόμη πιό πολύ», ἐλέγχει εὐγενικά καί στοργικά, σάν τόν καλό πατέρα, τό παιδί του πού κάμνει κακή χρῆσι τῆς ἐλευθερίας του. Διότι, ἐφ’ ὅσον τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι θά ἔλθῃ σύντομα γιά νά κρίνῃ τά ἔργα του, θέλει νά τόν συνετίσῃ, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, καί νά προλάβῃ ἔτσι τήν καταπόντισί του στό χάος τῆς Κολάσεως.
    Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τήν χρῆσι τῆς ἐλευθερίας μας εἶναι ἐκπεφρασμένο ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια. ᾿Εκεῖνος ἐφώτισε τό ἐκλεκτό Του ὄργανο, τόν Μωϋσῆ, νά πῇ στόν λαό Του, καθώς ἐπλησίαζαν τήν γῆν Χαναάν· «τήν ζωήν καί τόν θάνατον δέδωκα πρό προσώπου ὑμῶν… ἔκλεξαι τήν ζωήν σύ, ἵνα ζήσῃς σύ καί τό σπέρμα σου» (Δευτ. λ´ 19). Μέ ὅσα σᾶς εἶπα δηλαδή ἕως τώρα σᾶς ἔδειξα τούς δρόμους πού ὁδηγοῦν στόν θάνατο καί στήν ζωή. Διάλεξε, λαέ μου, τήν ζωή, γιά νά ζῇς αἰώνια. Τό εἶπε ἐξ ἄλλου καί μέ τό στόμα τοῦ προφήτου του ᾿Ιεζεκιήλ, ὅτι δέν θέλει «τόν θάνατον τοῦ ἀνόμου» καί ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου (᾿Ιεζ. ιη´ 23). Θέλει τήν ζωή ὅλων μας. Ποθεῖ νά ζοῦμε εὐτυχισμένοι κοντά Του. Δέν θέλει βέβαια νά μᾶς βάλῃ ἀναγκαστικά στόν Παράδεισο. Μᾶς συμβουλεύει ὅμως νά βαδίζουμε τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς, πού τέρμα του ἔχει τήν ζωή.
᾿    Από ἐμᾶς πλέον ἐξαρτᾶται ἡ τελική θέσις μας. Καί ἐδῶ εὑρίσκεται τό μεγαλεῖο ἀλλά καί ὁ μέγας κίνδυνος τῆς ἐλευθερίας μας. ῾Η ἐκλογή πού κάμνει ὑπεύθυνα καθένας γιά τήν ζωή του, ρυθμίζει τό μέλλον του, τό πρόσκαιρο καί τό αἰώνιο. Καί ἄν ὑπάρχουν ἀρκετοί ἄνθρωποι πού προτιμοῦν νά ζοῦν ἁμαρτωλά καί ἐφευρίσκουν ὁλονέν καί νέους τρόπους ἁμαρτίας, γιά νά βυθίζωνται ἀπό τό κακό στό χειρότερο, τί πρέπει ἆρα γε νά γίνεται μέ ὅσους διαχωρίσαμε τήν θέσι μας ἀπό τόν κόσμο καί ἀποφασίσαμε ἐλεύθερα νά ζοῦμε χριστιανικά; Μέ ὅσους δηλαδή ἀποδεχθήκαμε τήν πρόσκλησι πού κάμνει ὁ Κύριος πρός ὅ-λους τούς ἀνθρώπους διακηρύσσοντας «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ»; (Μάρκ. η´ 34). Δέν εἶναι λογικό καί φυσικό καί ἀπαραίτητο νά ἀγωνιζώμαστε, γιά νά προοδεύουμε ἀ-πό τό καλό στό καλύτερο καί νά κάμνουμε ὅ,τι μᾶς εἶναι δυνατόν, γιά νά ὑψωθοῦμε πιό κοντά στόν πανάγιο Θεό μας;
    ῾Η σωτηρία καί εὐτυχία μας σέ τελική ἀνάλυσι εἶναι θέ-μα ἐλευθέρας ἐκλογῆς μας καί συνεποῦς, ὑπευθύνου ἀγῶνος. Θέμα σοβαρᾶς ἀντιμετωπίσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μας» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).