Ψαλμ.α΄1-2

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Μακάριος  ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν.  ἀλλ᾿ ἤ ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Μακάριος καί πανευτυχής εἶναι ὀ Ἄνθρωπος, πού δέν ἐπῆγε ποτέ εἰς συνέδριον καί σύσκεψιν ἀσεβῶν, ὅπου θά ἐπηρεάζετο ἀπό τάς ἰδέας των καί τά φρονήματά των,καί δέν ἐστάθη εἰς δρόμον ἁμαρτωλῶν, ὅπου θά παρεσύρετο ἀπό τάς κακάς πράξεις καί συνηθείας των, καί δέν ἐκάθισεν ἐκεῖ,  ὅπου ἐπιμένουν ἀμετανοήτως νά κάθηνται διεφθαρμένοι καί φθοροποιοί ἄνθρωποι καί ὄπου θά μετεδίδετο καί εἰς αὐτόν τό ψυχοφθόρον καί ὀλέθριον μόλυσμά των. Ἀλλ’ ἐντρύφημα καί ἀπόλαυσίν του ἔχει μόνον τόν νόμον τοῦ Κυρίου καί μέ τόσον πόθον εἶναι προσκολλημένος εἰς αὐτόν, ὥστε ὁ νοῦς του στρέφεται πάντοτε εἰς τόν νόμον τοῦ Θεοῦ καί αὐτόν νύκτα καί ἡμέραν μελετᾶ» (Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ.10ος, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Ἄνθρωποι γεμάτοι χαρίσματα. Ταλαντοῦχοι. Πνεύματα σπινθηροβόλα, ποὺ ἀνοίγονταν σὲ πλατεῖς ὁρίζοντες, ἀλλά καὶ ποὺ ἤξεραν διεισδυτικὰ νὰ εἰσχωροῦν στὰ βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἦταν ὁ Δαβὶδ καὶ οἱ ἄλλοι γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι ψαλμωδοί, ποὺ συνέθεσαν τοὺς 150 ψαλμοὺς τοῦ Ψαλτηρίου. Τὴν ὑπέροχη αὐτὴ συλλογὴ ποὺ ἀποτελεῖ ἀριστούργημα μέσα στὴν παγκόσμια λογοτεχνία.
    Πρὸ πάντων ὅμως ἦταν ἄνθρωποι θεόπνευστοι.Ἐμπνέονταν ἀπό τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔδινε ἰδιαίτερη χάρι καὶ ἀσύγκριτη ὡραιότητα στὰ ἔργα τους καὶ συγχρόνως τὰ σφράγιζε μέ τὸ αἰώνιο θεϊκὸ κῦρος. Ἔβλεπαν μακρύτερα ἀπό ὅ,τι τὰ συνηθισμένα ἀνθρώπινα μάτια καὶ ἔκριναν τὸ κάθε τί βασισμένοι ὄχι σὲ εὔθραυστη ἐναλλασσόμενη βάσι, ἀλλά στὸν ἀσάλευτο βράχο τῆς πίστεως στὸν προσωπικὸ Θεό, ποὺ κυβερνᾶ ἄγρυπνος τὰ πάντα.
    Ἀπό τὸν πρῶτο ψαλμὸ φαίνεται ἀμέσως ἡ ὀπτικὴ αὐτὴ γωνία, ἀπό τὴν ὁποία παρατηροῦσαν τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα. Στοὺς πρώτους στίχους τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ γίνεται λόγος γιὰ τὴν μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Θεωρεῖ ὁ ψαλμωδὸς μακάριο καὶ εὐτυχισμένο τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μελετᾶ ἡμέρα καί νύχτα τὸν Νόμο τοῦ Κυρίου. «Μακάριος ἀνήρ», ἀναφωνεῖ μὲ τὴν γεμάτη μουσικότητα φωνή του, «ὅς» ἔχει «ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός» (Ψαλμ. α’ 1-2).
    Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἂν οἱ γείτονες Αἰγύπτιοι, ἢ οἱ Ἀσσύριοι καὶ οἱ Βαβυλώνιοι καὶ ὁποιοιδήποτε ἄλλοι ἔχουν διαφορετικὴ γνώμη. Γιὰ τὸν θεοφώτιστο ψαλμωδὸ τὰ πλούτη καί ἡ κοσμικὴ δύναμι καί οἱ ἀπολαύσεις δὲν μποροῦν νὰ δώσουν οὔτε σταγόνα εὐτυχίας στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἡ μελέτη «ἡμέρας καὶ νυκτός» του Νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ συμμόρφωσις πρὸς αὐτὸν χαρίζει τὴν εὐτυχία.
    Ὤ, αὐτὸ τὸ «ἡμέρας καὶ νυκτός»! Πόσα δὲν λέει γιὰ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸ πρωτοέψαλε. Δὲν χόρταινε νὰ ἐντρυφᾶ στὴν γλυκύτητα τοῦ θείου Νόμου στὸ διάστημα τῆς ἡμέρας. Ξυπνοῦσε καὶ τὰ μεσάνυχτα κι ἔπαιρνε στὰ χέρια του μὲ εὐλάβεια τὸν Νόμο καὶ μελετοῦσε μὲ λαχτάρα τὰ θεοπαράδοτα λόγια. Δὲν τοῦ ἔφταναν οἱ ὧρες τῆς ἡμέρας, γιὰ νὰ σκέφτεται καὶ νὰ ἐμβαθύνη στὰ μεγάλα νοήματα τῶν θείων ἐντολῶν. Ἀφιέρωνε καὶ τὶς νύχτες του στὴν ἴδια ἱερὴ ἐνασχόλησι. Κοιμόταν καὶ ξυπνοῦσε μὲ τὴν σκέψι καὶ τὴν καρδιὰ στὸν Νόμο τοῦ Κυρίου.
    Ζοῦσε βαθειὰ μέσα στὴν καρδιὰ του ὁ θεοδίδακτος ψαλμωδὸς αὐτό, ποὺ εἶπε ἑκατοντάδες χρόνια πρὶν ὁ θεόπνευστος Μωυσῆς, ὅταν παρέδωσε τὸν Νόμον στοὺς Ἑβραίους. Ὁ νόμος αὐτός, τοὺς εἶπε, δὲν εἶναι «λόγος κενός», χωρὶς οὐσία καὶ περιεχόμενο, ἀλλ’ εἶναι «αὕτη ἡ ζωὴ ὑμῶν» (Δευτερ. λβ’ 4647). Ἐπάνω σ’ αὐτοὺς δηλαδὴ τοὺς λόγους βασίζεται ἡ ζωή σας. Μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς λόγους κρύβονται τὰ μυστικὰ τῆς εὐτυχίας σας.
    Ἔτσι ἔβλεπε τὸν θεῖο Νόμο ὁ ψαλμωδὸς καὶ γι’ αὐτὸ τὸν μελετοῦσε τόσο πολὺ καὶ τὸν συμβουλευόταν σὲ ὁτιδήποτε σκεφτόταν, ἀποφάσιζε, ἔλεγε καὶ ἔκαμνε. Καὶ  νὰ σκεφθῆ κανεὶς ὅτι δὲν εἶχε ὑπ’ ὄψι του παρὰ ἕνα τμῆμα μόνον ἀπὸ τὸν Νόμο τοῦ Κυρίου. Δὲν ἤξερε καὶ τὰ 49 βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ  δὲν εἶχε ἀκόμη ὁλοκληρωθῆ ἐκείνη, ὅταν ζοῦσε ὁ ἴδιος. Δὲν γνώριζε ἐπίσης, πολὺ περισσότερο, καὶ τὸν τέλειο Νόμο, πού μᾶς ἔφερε μὲ τὸν ἐρχομό του στὴ γῆ, πολὺ ἀργότερα, ὁ Θεάνθρωπος. Δὲν εἶχε ἰδέα ἀπό τους πνευματικοὺς θησαυρούς, ποὺ περιέχονται στὰ 27 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης.
    Ἂν ὅμως, παρὰ τὰ λίγα ποὺ εἶχε ἐμπρός του, τέτοια αἰσθήματα ἔτρεφε στὴν καρδιά του γιὰ τὸν θεῖο Νόμο ὁ ψαλμωδὸς καὶ τόσο πολὺ τὸν μελετοῦσε, ποιὰ ἄραγε πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ καθενὸς ἀπό μας, ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὸν καιρὸ τῆς Χάριτος; Δικαιολογεῖται νὰ διαβάζουμε τοῦ κόσμου τὶς ἐφημερίδες, τὰ περιοδικὰ καὶ τὰ βιβλία καὶ νὰ μὴ ἀνοίγουμε τὸν αὐτούσιο λόγο τοῦ Θεοῦ, πού μπορεῖ νὰ μᾶς κάνη ἀληθινὰ εὐτυχισμένους ὁδηγώντας μας στὸν Χριστό; Ἐπιτρέπεται νὰ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸν θεόγραφο Νόμο, ποὺ εἶναι ὁ πιὸ βασικὸς παράγων γιὰ τὴν ἀνάπτυξι καὶ καλλιέργεια σωστῆς καὶ ὡλοκληρωμένης πνευματικότητος καὶ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς;
    Τὸ θεοκίνητο παράδειγμα τοῦ ψαλμωδοῦ μᾶς φωνάζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας στερώντας του τὴν σταθερὴ καὶ ἀλάνθαστη πυξίδα στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ καθημερινὴ καὶ βαθειά μελέτη τοῦ θείου Νόμου. Μιὰ μελέτη ὅμως ποὺ θὰ μεταφράζεται συγχρόνως σὲ πρᾶξι καὶ ζωή. Μιὰ μελέτη, πού, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ γνώρισε στὴν ἐντέλεια τὴν σημασία της, μπορεῖ νὰ γίνη πρόξενος καὶ αἰτία «τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας» (ΝΓ’ ὁμ.  Ἰωάν. πάρ. γ’)» ( Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ.1983 σ.12)» (Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ.10ος, Ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)