Αποκ. κβ΄5

Κυριακή 31 Ἰανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

 "Καὶ νὺξ οὐκ ἔσται ἔτι, καὶ οὐ χρεία λύχνου καὶ φωτὸς ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς φωτιεῖ αὐτούς, καὶ βασιλεύσουσιν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων."

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Καί νύκτα δέν θά εἶναι πλέον καί δέν θά ἔχουν νά ἀνάγκην νά φωτίζωνται ἀπό τό φῶς λύχνου ὑλικοῦ καί ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου, διότι Κύριος ὁ Θεός θά ρίψῃ τό φῶς του ἐπ’ αὐτῶν καί θά τούς λαμπρύνῃ. Καί θά βασιλεύσουν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων" (Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ 

        "Κάτι ἐντυπωσιακό ἐπίσης πού ἐπρόσεξα σ’ αὐτήν τήν οὐράνια πολιτεία, συνεχίζει ὁ ᾿Απόστολος, ἦταν ὅτι δέν ὑπῆρχε ἥλιος καί σελήνη. ῎Εβλεπα ἐμπρός μου μιά ὁλόφωτη καί ὁλόλαμπρη πόλι, χωρίς ὅμως νά τήν φωτίζῃ ὁ γνωστός μας ἥλιος καί τό ἀσημένιο φεγγάρι. Τό φῶς πού μέ τίς χρυσακτῖνες του ἐφώτιζε τήν ἐκπληκτική αὐτή πόλι ἀναπηδοῦσε ἀπό τήν δόξα, τήν ἀκτινοβολία καί λάμψι τοῦ Θεοῦ, πού ἦτο καθισμένος στόν ἔνδοξο καί ἀκτινοβόλο θρόνο Του. Καί ἀντί ἄλλου λύχνου εἶχε τό ᾿Αρνίον, τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό, πού εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινόν.
       Τά λόγια αὐτά τοῦ Μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος ἔμενε ἐκστατικός ἐμπρός στό μεγαλεῖο τῆς οὐρανίου Βασιλείας τοῦ Κυρίου, ὑπενθυμίζουν, καθώς σημειώνουν οἱ ἑρμηνευταί, κάτι ἀνάλογο, πού εἶχε προφητεύσει 800 περίπου χρόνια πρίν ὁ προφήτης ῾Ησαΐας γιά τήν μελλοντική δόξα τῆς Σιών· «…καί οὐκ ἔσται σοι ἔτι ὁ ἥλιος», γράφει ὁ θεόπνευστος Προφήτης, «εἰς φῶς ἡμέρας, οὐδέ ἀνατολή σελήνης φωτιεῖ σου τήν νύκτα, ἀλλ’ ἔσται σοι Κύριος φῶς αἰώνιον καί ὁ Θεός δόξα σου» (῾Ησ. ξ´ 19). Καί ἑρμηνεύει ὁ ἀείμνηστος Π. Ν. Τρεμπέλας· «Δέν θά ὑπάρχῃ πλέον εἰς σέ ὁ αἰσθητός ἥλιος διά νά σοῦ παρέχῃ τό φῶς τῆς ἡμέρας οὔτε ἡ ἀνατολή τῆς σελήνης θά σοῦ φωτίζῃ τήν νύκτα, ἀλλά θά εἶναι διά σέ ὁ Κύριος φῶς αἰώνιον καί ὁ Θεός θά εἶναι ἡ δόξα σου» (ΠΤ).
       Μέσα σ’ αὐτό τό θεϊκό φῶς, τό ὁποῖον, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας, εἶναι «ἄσβεστον καί ἀκατάληκτον καί ἀειφανές» (Ρ.G. 70, 1348), δέν σβήνει οὔτε δύει, ἀλλά φωτίζει διαρκῶς, θά ζοῦν ὅλοι ὅσοι θά σωθοῦν καί θά κληρονομήσουν τήν Βασιλεία τοῦ Κυρίου. Δέν θά εἶναι δέ μόνον ἐξ ᾿Ιουδαίων Χριστιανοί ἀλλ’ ἄνθρωποι κάθε φυλῆς καί κάθε ἔθνους καί λαοῦ. Καί οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, ὅσοι δηλαδή κατά τήν ἐπί γῆς ζωή τους ἐβασίλευσαν καί ἐκυριάρχησαν στόν ἑαυτό τους, ἐξουσίασαν τά πάθη τους καί ἐκληρονόμησαν τήν σωτηρία, θά φέρουν ἐκεῖ τήν δόξα καί τήν λάμψι τῶν ἀρετῶν τους καί τῶν ἀγαθῶν ἔργων τους. ῾Η ἁγία ζωή τους, πού ἔλαμπε στήν γῆ σάν τό φῶς, θά ἐκλάμψῃ καί θά ἀκτινοβολῇ καί ἐκεῖ, στήν θεία Βασιλεία, χωρίς μάλιστα κανένα περιορισμό. ᾿Εκεῖ θά τιμῶνται καί θά δοξάζωνται ἀπό ὅλους ἀληθινά καί αἰώνια, καί θά ἀστράφτῃ ἀπό μακαριότητα ἡ ὕπαρξίς τους.
Οἱ πύλες τοῦ Παραδείσου δέν θά κλείνουν ποτέ, διότι  «νύξ οὐκ ἔσται ἐκεῖ», γράφει ὁ ῞Αγιος. Δέν θά βραδιάζῃ ποτέ. «Πῶς… νά ὑπάρξῃ νύκτα σέ μιά Πόλι πλημμυρισμένη ἀπό τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Πηγή τοῦ φωτός;» (ΜΔ). «᾿Εκεῖ πλημμυρίζει τό ἀκτινοβόλο φῶς τοῦ παμμέγιστου λύχνου, πού λέγεται Χριστός» (ΧΒ) (᾿Αποκ. κα´ 23-26).
     Τό ὅτι θά εἶναι διαρκής «ἀνέσπερος ἡμέρα» στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι θά ἀπουσιάζουν ἀπό ἐκεῖ τά πονηρά ἔργα τοῦ σκότους, τά ἔργα τῆς ἁμαρτίας. ῾Η νύκτα ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν ὡς σύμβολον τῆς ἀπιστίας καί ἁμαρτίας. Οἱ δέ δαίμονες ὀνομάζονται «κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (᾿Εφ. στ´ 12). ῾Ο Διάβολος καί τά ὄργανά του δέν θά ἔχουν πρόσβασι στήν πολιτεία αὐτή τοῦ οὐρανοῦ. Δέν θά ὑπάρχῃ ἐκεῖ ἴχνος ἁμαρτίας. ῞Ολα θά εἶναι φωτεινά καί καθαρά.
      Δέν θά ὑπάρχῃ ἐπίσης ἀνάγκη νυκτερινῆς ἀναπαύσεως, διότι δέν θά κουράζωνται οἱ κάτοικοί της καί δέν θά ἔχουν ἀνάγκην ὕπνου. Θά ἀπολαμβάνουν διαρκῶς τό ἀνέκφραστο καί ἀπερίγραπτο κάλλος τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο μάλιστα θά προβάλλεται ἐνώπιόν τους ὁλονέν καί ὡραιότερο καί ἐντυπωσιακώτερο, εἰς τρόπον ὥστε νά πέφτουν διαρκῶς ἀπό ἔκπληξι σέ ἔκπληξι καί ἀπό θαυμασμό σέ θαυμασμό.
      ῎Αν μᾶς εὐχαριστῇ ἐδῶ μιά ἡμέρα μέ ἡλιοφάνεια καί μᾶς εὐφραίνῃ ἡ καθαρή ἀτμόσφαιρα στήν ἡλιόλουστη φύσι, πόσο ἆρα γε ὡραιότερα καί καλύτερα θά νιώθουν ὅλοι ὅσοι θά ἀξιώνωνται νά ζοῦν διαρκῶς στό γλυκό φῶς τῆς ὁλόλαμπρης παρουσίας τοῦ Θεοῦ; Κι ἄν εὐφραίνεται ἡ καρδιά μας, καθώς ταξιδεύουμε, καί ἐναλλάσσονται ἐμπρός μας ὑπέροχα τοπία, πόσο θά εὐφραίνωνται ἆρα γε ὅσοι θά ἀντικρίζουν διαρκῶς ὁλονέν καί νέες ὡραιότητες τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Θεοῦ, πού θά ἀποκαλύπτωνται ἐμπρός τους;
      ῾Ως πρός τήν «ἀνέσπερον ἡμέραν» τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὡρισμένοι θεολόγοι σημειώνουν ἐπί πλέον καί τοῦτο· ῞Οταν ἐδημιούργησε ὁ Θεός τόν κόσμο, ἔμεινε κατά κάποιον τρόπο ἀβράδιαστη ἡ ἡμέρα τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, διότι γιά τήν ἑβδόμη ἡμέρα δέν σημειώνει ἡ Γένεσις τήν φράσι «καί ἐγένετο ἑσπέρα καί ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα ἑβδόμη», ὅπως τό κάμνει γιά τίς πρῶτες ἕξι ἡμέρες. ῎Ετσι καί τώρα, πού ἀναδημιουργήθηκε ὁ κόσμος μέ τήν λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, δέν κλείνει ἡ ἡμέρα. Παραμένει αἰωνίως ἀβράδιαστη. Καί τότε μέν, διότι ἐπερίμενε διαρκῶς ἡ κτίσις τόν Λυτρωτήν, ὁ ῾Οποῖος ἦλθε καί εὐλόγησε τήν ἑβδόμην ἡμέραν καί ὡλοκλήρωσε μέ τό ἔργον Του ἐπί γῆς τήν Δημιουργίαν. Τώρα δέ παραμένει «ἀνέσπερος» ἡ ὀνομαζομένη «ὀγδόη ἡμέρα» τῆς ᾿Εκκλησίας καί Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιά νά δοξάζεται αἰωνίως ὁ Λυτρωτής, τό «᾿Αρνίον». Γιά νά ἀπολαμβάνουν ἐπίσης στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, χωρίς διακοπήν, μαζί Του τήν εὐτυχία τῶν οὐρανῶν οἱ λυτρωμένοι διά τῆς θυσίας Του.
     Μέ ἀβράδιαστη μέρα ἄρχισε ἡ ῾Αγία Γραφή καί μέ ἀβράδιαστη κλείνει. Πόση ὅμως διαφορά μεταξύ τῶν δύο ἡμερῶν! ῾Η πρώτη ἐγέμιζε κατά τήν διάρκειά της συνεχῶς μέ πόνο καί θλῖψι καί ταλαιπωρία τόν ἄνθρωπο λόγῳ τῆς ἁμαρτίας. ῾Η δευτέρα γεμίζει αἰωνίως τόν λυτρωμένο ἄνθρωπο μέ ἀνέκφραστη ἀγαλλίασι λόγῳ τοῦ ᾿Αρνίου.
       Τί μᾶς περιμένει, ἀλήθεια, ἀδελφέ μου! Θά ἀξιωθοῦν ἀσφαλῶς νά τά ζήσουν στήν ἐντέλεια τότε ὅλοι ὅσοι θά γίνουν πολῖται ἐκείνης τῆς Βασιλείας καί θά εἰσδύσουν στά μυστήρια τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. ᾿Εκεῖνο πάντως πού ἀπαραιτήτως πρέπει ἀπό τώρα νά γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ὑπάρχει καί γιά μᾶς μιά θέσι σ’ ἐκείνη τήν ὁλόφωτη πολιτεία ὅπου δέν βραδιάζει ποτέ. Καί πρέπει νά κάνουμε τό πᾶν γιά νά μή τήν χάσουμε."  (Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).