Β΄Τιμ. δ΄7

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ  

"Τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα"

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

"Ἔχω ἀγωνισθῇ τόν καλόν ἀγῶνα πρός διάδοσιν τοῦ εὐαγγελίου. Ἔχω φθάσει εἰς τό τέλος τοῦ δρόμου τῆς ἀρετῆς καί τῆς τηρήσεως τοῦ καθήκοντος. Ἔχω φυλάξει τήν πίστιν" ( Ἀπό τήν "ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας" τοῦ Παν.Τρεμπέλα,  ἔκδοση "Ο ΣΩΤΗΡ")

ΣΧΟΛΙΟ

" Εὐρισκόμεθα εἰς τήν ἀρχήν ἑνός νέου ἔτους. Εὑρισκόμεθα, δηλαδή, εἰς ἕνα σταθμόν τῆς ζωῆς μας. Πῶς ἐπέρασε, ἆραγε, τό 2009 ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς; Ποιά ἦτο ἡ πρόοδός μας εἰς τήν ἀρετήν; Ποιές οἱ ἐλλείψεις καί ἀδυναμίες μας; Ὑπάρχουν λοιπόν τά πεπραγμένα μας καί εἶναι ἀνάγκη νά κάνωμεν ἀπολογισμόν διά νά τά ἐπισημάνωμεν. Περί αὐτοῦ θά ὁμιλήσωμεν πρῶτον. Καί ἔπειτα θά ἴδωμεν ποιά θά πρέπη νά εἶναι τά ἔργα μας.

1. Ἀνάγκη ἀπολογισμοῦ.
Προτοῦ ἐρευνήσωμεν τούς ἑαυτούς μας, ἄς προσέξωμεν τό παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Εὑρίσκετο δέσμιος εἰς τήν φυλακήν, χάριν τοῦ Χριστοῦ. Καί προαισθάνεται ὅτι τό τέλος του ἐγγίζει. Ὁ καιρός τοῦ θανάτου μου εἶναι πολύ κοντά, γράφει πρός τόν Τιμόθεον. Στρέψει λοιπόν τό βλέμμα του πρός τό παρελθόν. Ἀναπολῖ τήν κοπιώδη ἀποστολικήν του ζωήν. Ἐρευνᾶ τά πεπραγμένα του. Καί βγάζει τό εὐλογημένον συμπέρασμα, τό ὁποῖον ἀκούσαμε. Μᾶς δίδει λοιπόν τό παράδειγμα, ὥστε κι’ ἐμεῖς νά κάμνωμε ἀπολογισμόν τῶν ἔργων μας.
     Δέν ἔχει σημασίαν τό ὅτι δέν εὑρισκόμεθα ὅλοι εἰς τά τέλη τῆς ζωῆς μας. Εὑρισκόμεθα πάντως εἰς ἕνα σταθμόν, εἰς  τήν  ἀλλαγήν  τοῦ   ἔτους.   Ἐξ  ἄλλου δέν γνωρίζομεν, πότε θά μᾶς καλέση ὁ Κύριος κοντά του. Καί Ἐκεῖνος μᾶς συνέστησε" «Γίνεσθε ἕτοιμοι», διότι δέν γνωρίζετε τήν ἡμέραν οὔτε τήν ὥραν, κατά τήν ὁποίαν θά ἔλθη διά τοῦ θανάτου νά σᾶς καλέση «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. κδ’   44).
     Ἐάν θέλωμεν δέ νά βελτιωνώμεθα πνευματικῶς, πολύ συχνά θά πρέπη νά ἐρευνοῦμε τά πεπραγμένα μας. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γράψει κάπου, ὅτι οἱ πιστοί της ἐποχῆς του ἐσυνήθιζαν νά κάμνουν μίαν τέτοιαν αὐτοκριτικήν κάθε βράδυ. «Τῶν πράξεων τόν λόγον ποιεῖν εἰώθαμεν, μετά τό δεῖπνον, ἐπί τῆς κλίνης κείμενοι, οὐδενός ἐνοχλοῦντος». Συνηθίζομεν, λέγει, νά ζητοῦμεν ἀπό τόν ἑαυτόν μας τόν λόγον τῶν πράξεών μας, προτοῦ κοιμηθοῦμε, εἰς τό κρεββάτι μας• Πόσῳ μᾶλλον κάτι τέτοιο πρέπει νά κάνωμεν τώρα πού εὐρισκομεθα εἰς ἀρχήν τοῦ νέου ἔτους;
     Ἄς εὕρωμεν λοιπόν, τίς ἡμέρες αὐτές, κατάλληλον τόπον καί χρόνον καί, μετά ἀπό θερμήν προσευχήν, ἄς ἀρχίσωμε τήν ἔρευνάν μας. «Τό ἡμέτερον συνειδός καλέσαντες, ποιήσωμεν αὐτῷ λόγον τῶν ρημάτων, τῶν πραγμάτων, τῶν ἐνθυμήσεων» (Χρυσόστομος). Ἄς ἐρευνήσωμεν, δηλαδή, τήν συνείδησίν μας, διά τούς λόγους,  τάς πράξεις,  τάς σκέψεις μας. Πῶς ἐπέρασε τό ἔτος ποῦ ἔληξε; Ποιές ἁμαρτίες διεπράξαμεν καί διατί; Ποιούς ἐλυπήσαμε; Καί ποιά καλά, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐκάναμε; Νά εὕρωμε, δηλαδή, τά «ὑπέρ» καί τά «κατά» τῆς διαγωγῆς μας κατά τό ἔτος πού ἐπέρασε. Καί τήν ἔρευναν αὐτήν νά τήν κάνουμε μέ φόβον καί μέ πνεῦμα Θεοῦ, ἀμερόληπτα, ἀντικειμενικά. Εἰς τό τέλος δέ νά βγάλωμε τά ἀναγκαῖα συμπεράσματα. Νά πάρωμεν νέες ἀποφάσεις διά μετάνοιαν καί διόρθωσιν, διά περισσοτέραν συνέπειαν καί διά θερμοτέραν ἀγάπην πρός τόν Θεόν. Μόνον ἔτσι θά βελτιωνώμεθα χρόνο μέ τόν χρόνο. Ἀλλά ἄς ἴδωμεν πλέον, μέ βάσιν τόν ἀπολογισμόν τοῦ  ἀποστόλου  Παύλου,

2. Ποιά θά πρέπη νά εἶναι τά  ἔργα μας.
    Τα πεπραγμένα τοῦ θείου Ἀποστόλου εἶναι συγκινητικά καί ἰδιαιτέρως διδακτικά. «Τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα», λέγει. Μέσα σέ τρεῖς φράσεις περιέκλεισε ὁ ἡρωικός Παῦλος τήν πολύμοχθον καί ἁγίαν του ζωήν. Καί τώρα δικαίως περιμένει ἀπό τόν Θεόν τήν ἀμοιβήν του, σάν ἄλλος θριαμβευτής μαραθωνοδρόμος, πού ἔφθασε εἰς τό τέρμα του.
Μή σκεφθῆ κανείς ὅτι ἀπό ἀλαζονείαν ἐκθέτει ὁ Ἀπόστολος κατά τέτοιον τρόπον τά πεπραγμένα του. Ὄχι, βέβαια, διότι εἶναι γνωστή ἡ ὑπερβολή τῆς ταπεινοφροσύνης του. Ἀλλά ὅ,τι γράφει, τό γράφει διά νά παρηγορήση τόν μαθητήν του Τιμόθεον διά τόν θάνατόν του καί τόν χωρισμόν των, πού ἐπλησίαζε. Σάν νά τοῦ λέγη δηλαδή· Πρέπει νά χαίρεσαι, διότι ἔχω τέτοιο τέλος καί νά μή πονῆς   διά   τόν   χωρισμόν   μας.
       Ἀλλά τά πεπραγμένα καί ὁ ἀπολογισμός τοῦ ἀποστόλου Παύλου θά πρέπη νά μᾶς βάλουν εἰς σοβαρές σκέψεις. Ἐάν δηλαδή θέλωμεν καί ἡμεῖς νά ἑξασφαλίσωμεν τό πολύτιμον εἰσιτήριον διά τήν αἰώνιαν δόξαν, θά πρέπη νά ζήσωμεν ἔτσι, ὥστε καί τά ἰδικά μας πεπραγμένα νά εἶναι, κατά τό δυνατόν, ὅμοια πρός   τά  τοῦ   Παύλου.
Λοιπόν ἔχομεν καί ἡμεῖς ἕνα ἀγῶνα, τόν ὁποῖον πρέπει νά κάμωμεν. Ὑπάρχει γύρω μας τόση ἁμαρτία. Ὑπάρχει πονηρός ἐχθρός. Ὑπάρχουν καί μέσα μας τόση κακία, τόσες ἀδυναμίες. «Ἀγωνίζεσθε…», μᾶς φωνάζει ὁ Κύριος (Λουκ. ιγ’ 24).   Χωρίς    ἀδιάκοπον,    ἀνύστακτον   ἀγῶνα,   μή   περιμένωμεν   νά   βελτιώσωμεν τούς   ἑαυτούς  μας.
Ἔπειτα ἔχομεν νά διανύσωμεν καί ἡμεῖς ἕνα δρόμον. Τόν δρόμον τοῦ χριστιανικοῦ καθήκοντος. Τήν ὁδόν τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου. Τό θέλημα καί ὁ νόμος τοῦ Κυρίου πρέπει νά εἶναι ὁ μόνος δρόμος, τόν ὁποῖον θά βαδίζωμεν. Καί ὄχι ὁ σκολιός δρόμος τῆς ἁμαρτίας.
      Καί τέλος ἔχομεν τήν πίστιν, τόν πολύτιμον θησαυρόν, τόν ὁποῖον πρέπει νά κρατήσωμεν ἀμόλυντον. «Κράτει ὅ ἔχεις», μᾶς φωνάζει ὁ Θεός (Ἀποκ. γ’ 11). Τήν ὀρθόδοξον πίστιν μας πρέπει νά τήν διατηρήσωμε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μᾶς ἀκεραίιαν. Διότι αὐτή ἀποτελεῖ τόν ἀλάνθαστον ὁδηγόν μας καί διά τό παρόν καί διά τό μέλλον. Προσοχή λοιπόν ἀπό τίς παρεκκλίσεις, τίς νοθεῖες, τήν χαλάρωσιν, τήν σύγχυσιν τῶν ἰδεῶν, πού παίρνουν καί δίνουν εἰς τάς ἡμέρας μας καί ἀπειλοῦν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ νά τά πλανήσουν μακράν τῆς ἀλήθειας.
Λοιπόν, ἀδελφοί, μέ βάσιν τά τρία αὐτά, τόν καλόν ἀγῶνα, τόν δρόμον τοῦ χριστιανικοῦ μας καθήκοντος καί τήν πίστιν, θά πρέπη νά κάμωμεν τήν αὐτοκριτικήν μας, μέ τήν λῆξιν τοῦ ἔτους, διά νά εὕρωμεν πῶς τό ἐπεράσαμεν. Καί εἰς τόν νέον ἐνιαυτόν, εἰς τόν ὁποῖον ἡ χρηστότης τοῦ Κύριου μᾶς εἰσήγγαγεν, ὅπως καί εἰς ὅλα τά προσεχῆ ἔτη, μέ αὐτήν τήν τριπλῆν κατεύθυνσιν ἄς ἀγωνιζώμεθα, ἀκολουθοῦντες τά ἴχνη τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μιμούμενοι τά πεπραγμένα του. Καί τότε θά ἔχωμεν ἀναπαυμένην τήν συνείδησίν μας, διότι θά ἔχωμεν καρπούς. Καί θά ἠμποροῦμεν τότε νά ἐλπίζωμεν εἰς τήν ἀμοιβήν τοῦ Θεοῦ καί ἡμεῖς. Εἴθε λοιπόν τό νέον ἔτος νά εἶναι τόσον εὐλογημένον ἀπό τόν Θεόν, ὥστε νά μᾶς φέρη πλησιέστερα πρός «τόν τῆς   δικαιοσύνης   στέφανον»! ( Ἀπό τό περιοδικό "Ο ΣΩΤΗΡ"τ.1972, σ.723-24)