Αποκ. ζ΄9-17 (14)

ΚΕΙΜΕΝΟ
«Καὶ εἴρηκα αὐτῷ· κύριέ μου, σὺ οἶδας. καὶ εἶπέ μοι· οὗτοί εἰσιν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης, καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου».

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Καί εἶπα πρός αὐτόν· Κύριέ μου, σύ γνωρίζεις, ποῖοι εἶναι καί ἀπό ποῦ ἦλθαν. Καί μοῦ εἶπεν· Αὐτοί εἶναι οἱ πιστοί καί μάρτυρες, πού ἔρχονται ἀπό τήν θλῖψιν τήν μεγάλην, ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ τούς διωγμούς καί τάς θλίψεις, πού θά συμβοῦν εἰς πάσας τάς μέχρι τῆς συντελείας γενεάς.Καί ἔπλυνα αὐτόίτά ἐνδύματά των καί τά ἐλεύκαναν μέ τό Αἷμα τοῦ Ἀρνίου» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

    «Στήν συνέχεια ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος εἶδε τέσσερις ἀγγέλους νά στέκωνται στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καί νά κρατοῦν τούς ἀνέμους οἱ ὁποῖοι «πρόκειται νά καταστρέψωσιν ὅλους τούς ἀνθρώπους» (ΙΓ). ῞Ενας δέ ἄλλος ἄγγελος ἐφώναζε πρός τούς τέσσερις αὐτούς ἀγγέλους νά μή ἐξαπολύσουν τούς ἀνέμους, ἕως ὅτου σφραγίσουν τά μέτωπα τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, «ὥστε νά προφυλαχθοῦν ἀπό τάς συμφοράς, πού πρόκειται μετ’ ὀλίγον νά ἐξαπολυθοῦν» (ΠΤ). Καί ἄκουσα, προσθέτει, ὅτι ἐσφραγίσθηκαν ἑκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες ἄνθρωποι, δώδεκα χιλιάδες ἀπό κάθε φυλήν τοῦ ᾿Ισραήλ (᾿Αποκ. ζ´ 1-8).
    ῾Ως πρός τό τί σημαίνουν οἱ 144.000 ἐσφραγισμένοι θά ἀναφερθοῦμε ἀργότερα. Τώρα θά προσέξουμε καλύτερα τό ἐκπληκτικό ὅραμα πού εἶδε ὁ ῞Αγιος στήν συνέχεια (᾿Αποκ. ζ´ 9-17).
«Μετά ταῦτα», γράφει, «εἶδον, καί ἰδού ὄχλος πολύς». Λαός ἀναρίθμητος. ῎Ανθρωποι ἀπό κάθε ἔθνος καί φυλή, ἀπό ὅλους τούς λαούς καί τίς γλῶσσες τοῦ κόσμου ἔστεκαν ἐμπρός στόν ἔνδοξο θρόνο τοῦ Θεοῦ καί στό ᾿Αρνίον. Φοροῦσαν λευκές στολές καί κρατοῦσαν στά χέρια τους κλαδιά φοινίκων, πού εἶναι σύμβολα νίκης. ῞Ολη αὐτή ἡ ἀναρίθμητη στρατιά τῶν σεσωσμένων ἀνθρώπων ἔλεγαν μέ μεγάλη φωνή· ῾Η σωτηρία μας ὀφείλεται σ’ ᾿Εκεῖνον πού κάθεται στόν θρόνο, καί στό ᾿Αρνίον.
    Γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Κυρίου καί ἀπό τούς πρεσβυτέρους καί τά τέσσερα «ζῷα» ἔστεκαν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι. ῞Ολοι αὐτοί μαζί, ἄγγελοι καί ἄνθρωποι, ἔπεσαν μέ τά πρόσωπά τους κάτω ἀπό εὐλάβειαν, ἐμπρός στόν θρόνο καί ἐπροσκύνησαν τόν Θεό καί τόν δοξολογοῦσαν. Χρησιμοποιοῦσαν μάλιστα ἑπτά χαρακτηριστικές δοξολογητικές λέξεις, γιά νά δείξουν ὅτι σ’ ᾿Εκεῖνον, πού εἶναι ὁ πανυπερτέλειος Θεός, ἀνήκει τελεία καί πλήρης δοξολογία. ῾Ο ἀριθμός ἑπτά, ὅπως προαναφέραμε, ἐθεωρεῖτο στήν ἀρχαιότητα ὡς σύμβολον τελειότητος καί πληρότητος. ῎Ελεγαν συγκεκριμένως· «ἀμήν· ἡ εὐλογία καί ἡ δόξα καί ἡ σοφία καί ἡ εὐχαριστία καί ἡ τιμή καί ἡ δύναμις καί ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ ἡμῶν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν». ῎Εκλειναν τήν φράσι τους μέσα σέ δύο «ἀμήν», ἕνα στήν ἀρχή καί ἕνα στό τέλος, γιά νά τονίσουν περισσότερο αὐτό πού ἔλεγαν.
    ᾿Ενῶ δέ ἔμενε ἐκστατικός ἐμπρός στό ὅραμα καί ἄκουσμα ὁ ῞Αγιος, πῆρε τόν λόγο ἕνας ἀπό τούς πρεσβυτέρους καί τόν ἐρώτησε· Μήπως ξέρεις ποιοί εἶναι αὐτοί μέ τά λευκά καί ἀπό ποῦ ἦλθαν; Σύ, Κύριέ μου, τά γνωρίζεις αὐτά, τοῦ ἀπάντησα, γράφει ὁ Εὐαγγελιστής. Καί μοῦ ἀπεκρίθη· Αὐτοί εἶναι οἱ πιστοί καί μάρτυρες ὅλων τῶν ἐποχῶν, πού ἀντιμετώπισαν θλίψεις καί διωγμούς «καί ἔπλυναν τάς στολάς αὐτῶν καί ἐλεύκαναν αὐτάς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου». Γι’ αὐτό βρίσκονται τώρα ἐδῶ, ἐμπρός στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καί τόν λατρεύουν μέρα καί νύκτα στόν ὑπερουράνιο ναό Του (᾿Αποκ. ζ´ 9-15).
    Πρίν συνεχίσουμε στά ὅσα ἐπί πλέον εἶπε ὁ πρεσβύτερος ἐκεῖνος στόν ἅγιο ᾿Ιωάννη, ἐπεξηγῶντας του τό ὅραμα, εἶναι ὠφέλιμο νά προσέξουμε αὐτό πού τοῦ εἶπε γιά τό αἷμα τοῦ ᾿Αρνίου, πού ἐλεύκανε τίς στολές ὅλου ἐκείνου τοῦ ὄχλου.
    Παράδοξος ὁπωσδήποτε φαίνεται ὁ λόγος του. Αἷμα καί νά λευκαίνῃ! ῞Ολοι γνωρίζουμε ὅτι τό αἷμα εἶναι κοκκινωπό, καί σκοῦρο κάποτε. Πῶς λοιπόν, ἀντί νά κοκκινίζῃ τίς στολές, τίς ἐλεύκαινε καί τίς ἔκαμνε ὁλόλευκες καί λαμπερές; Διότι δέν ἦταν αἷμα συνηθισμένο. ῏Ηταν τό Αἷμα τοῦ ᾿Αρνίου, τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ «ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ αἴροντος τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (᾿Ιω. α´ 29). Αὐτό δέ πού εἶπε ὁ πρεσβύτερος ἐφανέρωνε «τήν διά τοῦ ἱλαστηρίου θανάτου τοῦ Κυρίου καί διά τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ὄχι μόνον κάθαρσιν ἀπό τοῦ ρύπου τῆς ἁμαρτίας, προπατορικῆς τε καί προσωπικῆς, ἀλλά καί κατόρθωσιν πάσης χριστιανικῆς ἀρετῆς καί δή καί τοῦ μαρτυρίου» (ΠΜ).
    Αὐτό τό Αἷμα τό πάντιμο τοῦ ᾿Αρνίου εἶναι ὁ ἀμύθητος πλοῦτος καί ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρός τῆς ᾿Εκκλησίας. Χάρις σ’ αὐτό ὑπάρχει ἡ ᾿Εκκλησία καί ἐπιτελεῖ διά τῶν ἱερῶν Μυστηρίων της τό ἔργο της, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τοῦ νά συνεχίζῃ αἰωνίως τό λυτρωτικό καί ἐξαγιαστικό ἔργο τοῦ Θεανθρώπου καί ῾Ιδρυτοῦ της.
    Αὐτό τό Αἷμα τό πανάγιο, ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἔρρευσε ἐκεῖ στόν Γολγοθᾶ, ἐκαθάρισε καί ἐλεύκανε ἕνα ληστή καί τόν ἔκαμε πολίτη τοῦ Παραδείσου. Αὐτές οἱ ρανίδες τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ ᾿Αρνίου μετέβαλαν τήν καρδιά τοῦ ἑκατοντάρχου, τοῦ ὑπευθύνου τῶν στρατιωτῶν πού ἐπέβλεπαν τήν σταύρωσι, καί τόν ἀνέδειξαν καλλίνικο Μάρτυρα. Χωρίς αὐτό τό Αἷμα δέν θά εἴχαμε τά ἑκατομμύρια τῶν ῾Αγίων, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἐζοῦσαν προηγουμένως μέσα στήν ἁμαρτία καί διαφθορά. Χωρίς αὐτό τό Αἷμα δέν θά ἑωρτάζαμε τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, δέν θά ἐτιμούσαμε τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, δέν θά εἴχαμε κανένα ῞Αγιο. Θά παραμέναμε ἐπί αἰῶνες σκλάβοι ἀξιοθρήνητοι καί δοῦλοι θλιβεροί τοῦ χειροτέρου τῶν τυράννων, τοῦ ἀνθρωποκτόνου Διαβόλου. Θά ἦταν κλειστή γιά μᾶς ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς Βασιλείας Του, ἄν δέν χυνόταν αὐτό τό Αἷμα.
    «Τοῦτο τό αἷμα», ἔλεγε καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «κάλλος ἀμήχανον τίκτει… τοῦτο ἡ σωτηρία τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, τούτῳ λούεται ἡ ψυχή, τούτῳ καλλωπίζεται, τούτῳ πυροῦται, τοῦτο πυρός λαμπρότερον ἐργάζεται τόν νοῦν τόν ἡμέτερον, τοῦτο χρυσίου φαιδροτέραν τήν ψυχήν ποιεῖ, τοῦτο ἐξεχύθη τό αἷμα καί τόν οὐρανόν ἐποίησε βατόν» (ΕΠΕ 13, 580-582). 
Μέσα σ’ αὐτό τό Αἷμα μᾶς «ἔλουσε» ὁ Κύριος, καί ἐνῶ ἤμασταν κατάμαυροι σάν τήν πίσσα λόγῳ τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας, μᾶς ἐξάγνισε, μᾶς ἐκαθάρισε καί μᾶς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά ζοῦμε καθαρή καί ἁγία ζωή μέ τελικό προορισμό τόν Παράδεισο. Αὐτό δέ τό πανάγιο Αἷμα, πού τό ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος ὡς πολύτιμον θησαυρόν στήν ᾿Εκκλησία Του, καί σήμερα «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α´ ᾿Ιω. α´ 7). ᾿Επειδή καί μετά τήν σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου οἱ ἄνθρωποι δέν παύουμε νά εἴμαστε λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν μας ἀκάθαρτοι, ἁμαρτωλοί, καί ἐπειδή καί μετά τήν Βάπτισί μας στό ῎Ονομά Του ἐξακολουθοῦμε νά ἁμαρτάνουμε καί νά ρυπαίνουμε τήν ψυχή μας, μᾶς ἐχάρισε ᾿Εκεῖνος μέ τήν ἀγάπη Του τό Αἷμα Του, γιά νά καθαριζώμαστε. Γιά νά λευκαινώμαστε. Γιά νά γινώμαστε νέοι ἄνθρωποι καί νά συνεχίζουμε μέ ἀνανεωμένη τήν διάθεσι καί μέ σθένος τήν δύσκολη πορεία μας πρός τόν οὐρανό.
    Εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι πού κάμνουν χρῆσι τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ Αἵματος τοῦ ᾿Αρνίου. Μακάριοι ὅσοι καταφεύγουν στό Ταμεῖο τῆς Χάριτος, τήν ἁγία δηλαδή ᾿Εκκλησία, καί λαμβάνουν αὐτό τό Αἷμα. Τρισευτυχισμένοι ὅσοι κοινωνοῦν ἐξωμολογημένοι καί παίρνουν μέσα τους τό θεϊκό Αἷμα τοῦ Κυρίου! Αὐτοί μποροῦν νά κρατήσουν λευκή καί ἀμόλυντη τήν στολή τῆς ψυχῆς τους καί θά ἀξιωθοῦν μαζί μέ ὅλους τούς ῾Αγίους νά δοξολογοῦν στούς οὐρανούς αἰωνίως τόν Θεόν καί τό ᾿Αρνίον» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).