25. Τὸ νὰ πιστέψη ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστό εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ.

Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης ὀγδόντα χρόνων ἀπό τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου Εὐσεβίου Ματθοπούλου, Γέροντος τῆς Ἀδελφότητός μας, δημοσιεύουμε σέ συνέχειες κομμάτια ἀπό τό κλασικό βιβλίο του «Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ». Τό κείμενο εἶναι παρμένο ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων τῆς Ἀδελφότητος «ΖΩΗ» σέ ἁπλούστερη γλωσσική μορφή.

25. Τὸ νὰ πιστέψη ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστό εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ.

    Τὸ νὰ πιστέψη ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ βάση τῆς σωτηρίας του, εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ. Γίνεται μὲ τὴν ἐνέργειά Του. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἀποδείξουμε, ἀναφέρουμε λόγια καὶ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφή.
    Πρῶτα πρῶτα βεβαιωνόμαστε γι’ αὐτή τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀποκαλύπτει καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια ὅτι: «Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρὸς με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύση αὐτόν» (Ἰω. στ’ 44). Ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια καταλαβαίνει κάποιος ὅτι κανένας, ἀπολύτως κανένας, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ πλησιάση μόνος του τὸν Χριστό, δηλαδὴ κανείς δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψη στὸν Χριστό, ἐὰν δὲν τὸν φωτίση σ’ αὐτὸ καὶ ἐὰν δὲν τὸν ἑλκύση ὁ Θεός.
    Ἄρα καθένας ποὺ πιστεύει, πιστεύει γιατί τὸν φώτισε καὶ τὸν προσείλκυσε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ βεβαιωνόμαστε καὶ ἀπὸ γεγονότα, ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφή, γιὰ πρόσωπα ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό, ἂν δὲν τὰ καλοῦσε καὶ δὲν τὰ φώτιζε ὁ Θεός. Καὶ ἰδού:
    Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μὲ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ μᾶς λέει γιὰ τὴ Λυδία ποὺ βρισκόταν στὴν πόλη τῶν Φιλίππων τῆς Μακεδονίας. Αὐτή σεβόταν μὲν τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν γνώριζε τὸ μέσο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ πίστη στὸν Χριστό. Μᾶς λέει λοιπὸν γι’ αὐτή ὁ ἱερὸς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: Ὁ Κύριος ἄνοιξε τὴν καρδιά της στὸ νὰ ἀκούη μὲ προσοχή, συγχρόνως δὲ καὶ νὰ καταλαβαίνη τὴ διδασκαλία γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ κήρυγμα ποὺ ἔκανε ἐκεῖ ὁ ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριο ἀπόστολος Παῦλος. Ἀπὸ τὴν ἀόρατη αὐτή ἐπίδραση τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά της, πίστεψε ἡ Λυδία ὁλόψυχα στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ οἰκεῖοι της (Πράξ. ιστ’ 14-15).
    Ἀπὸ ὅσα μᾶς ἐξιστορεῖ ἐδῶ ὁ ἱερὸς Λουκᾶς γι’ αὐτήν, φαίνεται, καθαρά, ὅτι δὲν ἦταν ποτέ δυνατὸ νὰ πιστέψη στὸν Χριστό αὐτή ἡ γυναίκα, ἂν δὲν ἄκουγε τὸν Ἀπόστολο ποὺ ἀπέστειλε ὁ Θεός, καὶ ἂν ὁ Κύριος δὲν ἄνοιγε τὴν καρδιά της, ἂν δὲν τὴν φώτιζε, δὲν ἐπιδροῦσε μὲ τὴ χάρη Του στὴν καρδιά της, πού διψοῦσε μὲν τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ σωτηρία, ἀλλὰ ἀγνοοῦσε ὅτι αὐτή δίνεται μὲ τὴν πίστη καὶ ὑπακοὴ στὸν Χριστό.
    Στὸ ἴδιο βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων διαβάζουμε καὶ γιὰ τὸν ἐθνικὸ Ρωμαῖο ἑκατόνταρχο Κορνήλιο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἂν καὶ ἦταν εὐσεβὴς καὶ θεοφοβούμενος μαζὶ μὲ ὅλους τους οἰκείους του καὶ ἔκανε πολλὲς ἐλεημοσύνες στὸ λαὸ καί παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ συνεχῶς, ἀγνοοῦσε ὅμως ὅτι, γιὰ νὰ βρῆ ὁ ἄνθρωπος τὴ σωτηρία του, εἶναι ἀνάγκη νὰ πιστέψη στὸν Χριστό.
    Τί λοιπὸν ἔγινε μὲ αὐτόν; Ὁ Θεὸς τὸν ὁδήγησε μὲ ἄγγελο νὰ καλέση τὸν ἀπόστολο Πέτρο, γιὰ νὰ μάθη τί ἔπρεπε νὰ κάνη, γιὰ νὰ σωθῆ. Συγχρόνως δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διέταξε καί τὸν ἀπόστολο Πέτρο νὰ μεταβῆ  ἀπὸ τὴν Ἰόππη στὴν Καισάρεια, ὅπου βρισκόταν ὁ Κορνήλιος. Ὁ Πέτρος, ἀφοῦ πῆγε στὴν Καισάρεια, κήρυξε τὸν Χριστὸ στὸ σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου. Ἔτσι πίστεψε ὁ Κορνήλιος καὶ οἱ οἰκεῖοι του καὶ βαπτίσθηκαν ὅλοι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου (Πράξ. ι’ 1-48).
    Βλέπουμε λοιπὸν καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Κορνηλίου καὶ τῶν οἰκείων του ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ καὶ νὰ βροῦν τὴ σωτηρία τους, ἂν ὁ Θεὸς δὲν τοὺς καλοῦσε καὶ δὲν τοὺς φώτιζε μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο.
    Παρόμοιο γεγονὸς διαβάζουμε στὸ ἴδιο βιβλίο τῶν Πράξεων γιά  τὸν εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης, τῆς βασίλισσας τῶν Αἰθιόπων, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλο ἀξίωμα κοντά της. Ἐπέστρεφε στὴν πατρίδα του ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ εἶχε πάει νὰ προσκυνήση. Αὐτός, καθώς μᾶς βεβαιώνει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς, ἦταν ἄνθρωπος εὐσεβής. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε εἶχε ἀνέβει καὶ στὰ Ἰεροσολυμα, γιὰ νὰ λατρεύση τὸν Θεό. Ἐπιστρέφοντας στὴν πατρίδα του, στὸ δρόμο, μέσα στὴν ἅμαξα, διάβαζε τὸν προφήτη Ἠσαΐα. Ἀγνοοῦσε ὅμως καὶ αὐτὸς ὅτι ἡ σωτηρία χορηγεῖται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστό.
Καὶ πῶς φωτίσθηκε καὶ βρῆκε τὴ σωτήρια του; Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διέταξε τὸν ἀπόστολο Φίλιππο νὰ πάη πρὸς τὸν δρόμο ποὺ ἀκολουθοῦσε ὁ εὐνοῦχος καὶ νὰ τὸν κατηχήση στὴν πίστη στὸν Χριστό. Αὐτὸ καὶ ἔκανε ὁ Φίλιππος καὶ κήρυξε τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι, ἀφοῦ πίστεψε ὁλόψυχα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, βαπτίσθηκε ὁ εὐνοῦχος ἀπὸ τὸ Φίλιππο καὶ βρῆκε τὴ σωτηρία του (Πράξ. η’ 2639).
    Τί βλέπουμε λοιπὸν καὶ στὸν εὐνοῦχο τῆς βασίλισσας Κανδάκης; Βλέπουμε ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ πιστέψη στὸν Χριστὸ καὶ νὰ σωθῆ, ἐὰν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν ἔστελνε τὸν ἀπόστολο Φίλιππο νὰ τὸν διδάξη καὶ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὴ σωτηρία διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
    Παράδειγμα ἀκόμη στὴν Ἁγία Γραφή, ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι χωρὶς τὴν ἐπίδραση καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ πιστέψη ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστὸ καὶ νὰ σωθῆ, ἔχουμε καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Αὐτός, καθώς μᾶς βεβαιώνει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς καὶ ὁμολογεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, ἦταν φοβερὸς ἐχθρὸς καὶ ἀμείλικτος διώκτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ αὐτῶν ποὺ πίστευαν στὸν Χριστό. Ὁ πρώην ἀσπονδος ἐχθρὸς τῶν Χριστιανῶν ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο ἀπὸ μόνος του νὰ ἀναγνωρίση τὸν Χριστὸ ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πιστέψη σ’ Αὐτὸν καὶ νὰ ὑποταχθῆ στὸ θέλημά Του, ἂν δὲν τὸν καλοῦσε καὶ δὲν τὸν φώτιζε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός.
    Εἶναι δὲ γνωστὸς ὁ τρόπος, ποὺ μεταχειρίστηκε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς τοῦ ἀποκάλυψε τὸν Ἑαυτὸ Του μέσα σὲ ὑπέρλαμπρο φῶς, ὅταν πήγαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὴ Δαμασκό. Καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς τοῦ ὑπέδειξε τί νὰ κάνη, γιὰ νὰ σωθῆ. Ἔπειτα δὲ τὸν ἔκανε καὶ Ἀπόστολο καὶ κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου στὰ ἔθνη (Πράξ. θ’ 1-18).
Ἀπὸ τὰ γεγονότα λοιπὸν αὐτά, ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφή, ἀποδεικνύεται μὲ δύναμη ἀναντίρρητα ὅτι εἶναι ἀδύ¬νατο νὰ πιστέψη ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστὸ ἀπὸ μόνος του, ἐὰν δὲν ἐπιδράση, δὲν τὸν φωτίση, δὲν τὸν ὁδηγήση ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, εἴτε ἀπευθείας, εἴτε μὲ τὰ ὄργανά Του, ὅπως συνέβη μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, τὸν εὐνοῦχο καὶ τὴ Λυδία.