Κεφάλαιο 26ο

Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός κοιμήθηκε τό 749 μ.Χ. Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης 1260 χρόνων ἀπό τήν Κοίμησή του δημοσιεύουμε σέ συνέχειες τό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως». Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr. Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας. 

Κεφάλαιο 26ο

Γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

    Ἔτσι, λοιπόν, δημιούργησε ὁ Θεὸς τὶς νοητὲς ὑπάρξεις, ἐννοῶ τοὺς ἀγγέλους  καὶ ὅλα τὰ οὐράνια τάγματα διότι αὐτὰ ὁλοφάνερα ἔχουν νοερὴ καὶ  ἀσώματη φύση· λέγοντας «ἀσώματη φύση», τὴν ἐννοῶ σὲ σύγκριση μὲ τὴν  παχύτητα τῆς ὕλης· διότι μόνον τὸ θεῖο εἶναι πραγματικὰ ἄϋλο καὶ ἀσώματο.  Δημιούργησε ἀκόμη τὴν αἰσθητὴ φύση, δηλαδὴ τὸν οὐρανό, τὴ γῆ καὶ τὰ  ἐνδιάμεσά τους· καὶ δημιούργησε ἀπὸ τὴ μία τὴν νοητὴ φύση πλησιέστερη  στὸ Θεὸ (διότι ἡ λογικὴ φύση εἶναι οἰκεία στὸ Θεὸ καὶ γίνεται ἀντιληπτὴ μόνο  μὲ τὸ νοῦ)  καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν αἰσθητὴ φύση ἐντελῶς μακριά του, ἐπειδὴ γίνεται ἀντιληπτὴ μόνο μὲ τὶς αἰσθήσεις.
    Ἀλλὰ ἔπρπε νὰ δημιουργηθεῖ καὶ σύνθεση ἀπὸ τὶς δυὸ φύσεις, ὡς γνώρισμα  μεγαλύτερης σοφίας καὶ γενναιοδωρίας πρὸς τὶς φύσεις, ὅπως λέει ὁ θεῖος  Γρηγόριος: σὰν κάποιος σύνδεσμος «τῆς ὁρατῆς καὶ ἀόρατης φύσεως». Καὶ  λέω «ἔπρεπε», θέλοντας νὰ δηλώσω τὴ θέληση τοῦ Δημιουργοῦ· διότι αὐτὴ  ἀποτελεῖ τὸν πιὸ κατάλληλο θεσμὸ καὶ νόμο, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ  στὸν Πλάστη: «Γιατί μ’ ἔφτιαξες ἔτσι;». Διότι ὁ ἀγγειοπλάστης ἔχει τὴ δύναμη  νὰ φτιάχνει ἀπὸ τὴν ἴδια λάσπη διάφορα σκεύη, γιὰ νὰ δείξει τὴ σοφία του.
    Ὅταν λοιπὸν αὐτὰ ἦταν ἔτσι, ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μὲ τὰ χέρια τοῦ τὸν ἄνθρωπο  καὶ ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀπὸ ἀόρατη φύση, ν’ ἀποτελεῖ δική του εἰκόνα καὶ  ὁμοίωση· τὸ σῶμα τὸ ἔπλασε ἀπὸ τὴ γῆ, ἐνῶ μὲ τὸ δικό του φύσημα ἔδωσε  τὴ λογικὴ καὶ νοερὴ ψυχή, πράγμα τὸ ὁποῖο τὸ ὀνομάζουμε θεία εἰκόνα.  Διότι τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου δείχνει τὸ «κατ’ εἰκόνα»,  ἐνῶ ἡ, ὅσο εἶναι δυνατόν, ὁμοιότητα στὴν ἀρετὴ δείχνει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν».  Καὶ πλάσθηκαν συγχρόνως τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή· ὄχι τὸ ἕνα πρῶτα καὶ τὸ ἄλλο ἔπειτα, σύμφωνα μὲ τὶς φλυαρίες τοῦ Ὠριγένη.
    Ὁ Θεός, λοιπόν, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἄκακο, ἁπλό, ἐνάρετο, χαρούμενο,  ἀμέριμνο, στολισμένο μὲ κάθε ἀρετή, προικισμένα μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά, σὰν  κάποιον δεύτερο κόσμο, μικρὸ κόσμο μέσα σὲ μεγάλο, ἄλλο ἄγγελο,  σύνθετο προσκυνητή, ἐπόπτη τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, γνώστη τῶν  μυστηρίων τῆς ἀόρατης, ἐπίγειο βασιλιὰ ποὺ τὸν κυβερνᾶ ἀπὸ ψηλά,  ταυτόχρονα ἐπίγειο καὶ οὐράνιο, πρόσκαιρο καὶ ἀθάνατο, ὁρατὸ καὶ νοητό,  ἐνδιάμεσο μεταξὺ μεγαλείου καὶ μικρότητος, τὸν ἴδιο καὶ πνεῦμα καὶ σάρκα.  Εἶναι σάρκα ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειας καὶ πνεῦμα ἐξαιτίας τῆς χάρης· τὸ ἕνα,  γιὰ νὰ ὑποφέρει καὶ ὑποφέροντας νὰ θυμᾶται καὶ νὰ γίνεται συνετός, καὶ τὸ  ἄλλο, γιὰ νὰ μένει σταθερὸς καὶ νὰ δοξάζει τὸν εὐεργέτη τοῦ φιλοτιμούμενος  ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ· τὸν ἔπλασε ζῶσα ὕπαρξη ποὺ κατ’ οἰκονομία ζεῖ ἐδῶ,  δηλαδὴ στὴν παροῦσα ζωή, ἀλλὰ ποὺ προορίζεται γιὰ ἀλλοῦ,  νὰ μετοικήσει στὴ μέλλουσα ζωή· καὶ τὸ τέλος τοῦ μυστηρίου εἶναι ὅτι  θεώνεται μὲ τὴν κίνησή του πρὸς τὸ Θεό· θεώνεται μάλιστα μὲ τὴν μετοχὴ  στὸ θεῖο φωτισμό, ἀλλὰ χωρὶς νὰ μεταβάλλεται σὲ θεία οὐσία.
    Καὶ τὸν ἔπλασε ἀναμάρτητο στὴ φύση του καὶ αὐτεξούσιο στὴ θέλησή του.  Λέγοντας «ἀναμάρτητο» δὲν ἐννοῶ ὅτι δὲν εἶναι δεκτικὸς ἁμαρτίας μόνον  ὁ Θεὸς εἶναι ἀνεπίδεκτος ἁμαρτίας–, ἀλλὰ ἐννοῶ ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἁμαρτία  στὴ φύση του, ἀλλὰ μᾶλλον στὴν προαίρεσή του· δηλαδή, ἔχει τὴ δύναμη νὰ  διατηρεῖται καὶ νὰ προοδεύει στὸ ἀγαθό, μὲ τὴ βοήθεια τῆς θείας χάριτος· καὶ  ἐπίσης, μπορεῖ νὰ παρεκτραπεῖ ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ κακό,  μὲ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τοῦ αὐτεξουσίου του· διότι, ὅ,τι γίνεται  ἐξαναγκαστικά, δὲν εἶναι ἀρετή.
    Ἡ ψυχή, ἐπίσης, εἶναι ζῶσα ὕπαρξη, ἁπλή, ἀσώματη· ἡ φύση τῆς εἶναι  ἀόρατη μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος· εἶναι λογικὴ καὶ νοερή, χωρὶς σχῆμα· κατοικεῖ σὲ ὀργανικὸ σῶμα καὶ τοῦ παρέχει ζωή,  ἀνάπτυξη, ἀντίληψη καὶ γέννηση· δὲν ἔχει τὸν νοῦ σὰν κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ  τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ σὰν τὸ πιὸ καθαρὸ στοιχεῖο τῆς· διότι, ὅπως εἶναι  τὸ μάτι στὸ σῶμα, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ νοῦς γιὰ τὴν ψυχή. Εἶναι αὐτεξούσια καὶ  ἔχει θέληση καὶ ἐνέργεια· εἶναι μεταβλητή, δηλαδὴ μεταβάλλεται σύμφωνα μὲ  τὴ θέλησή της, διότι εἶναι κτιστή. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχει λάβει μὲ φυσικὴ τάξη ἀπὸ  τὴ χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἡ ὁποία τῆς ἔδωσε καὶ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ φύση.