48. ζ’) Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης ὀγδόντα χρόνων ἀπό τήν ὁσιακή κοίμηση τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου Εὐσεβίου Ματθοπούλου, Γέροντος τῆς Ἀδελφότητός μας, δημοσιεύουμε σέ συνέχειες κομμάτια ἀπό τό κλασικό βιβλίο του «Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ». Τό κείμενο εἶναι παρμένο ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων τῆς Ἀδελφότητος «ΖΩΗ» σέ ἁπλούστερη γλωσσική μορφή.

48. ζ’) Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

    Ἄλλος λόγος ποὺ ἀποδεικνύει τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἀνάστασή Του ἀπὸ τοὺς νεκρούς, λόγος ἰσχυρότατος, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται οὔτε τὴν ἐλάχιστη ἀμφισβητήση. Τὸ νὰ ἀναστήση ὁ Χριστὸς ἄνθρωπο, ποὺ βρισκόταν στὸν τάφο τέσσερις μέρες καὶ μύριζε, εἶναι θαῦμα μέγιστο καὶ ὕψιστο, ποὺ ἀποδεικνύει τὴ θεότητά Του, φωτεινότερο κι ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τὸ νὰ ἀναστήση ὅμως ὁ Χριστὸς τὸν ἑαυτὸ Του μετὰ τρεῖς μέρες, ὕστερα ἀπὸ τὸν ἐπώδυνο θάνατο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν  ταφή Του, εἶναι θαῦμα καὶ ἔργο ἀσύγκριτα ἀνώτερο, ποὺ ἀπο-δεικνύει τὴ θεότητά Του.
    Οἱ ἐχθροί του Χριστοῦ, οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων καὶ οἱ Φαρισαῖοι, θέλησαν νὰ συκοφαντήσουν τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Δωροδόκησαν τοὺς φύλακες τοῦ τάφου, ποὺ οἱ ἴδιοι τούς ἔβαλαν φρουροὺς τοῦ μνημείου, ἀφοῦ πρῶτα τὸ σφράγισαν καὶ τοὺς εἶπαν νὰ ψευδομαρτυρήσουν ὅτι δῆθεν αὐτοὶ κοιμόνταν καὶ οἱ μαθητὲς ἦλθαν καὶ ἔκλεψαν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ διαδώσουν στὸ λαό, ψευδόμενοι, ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
    Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ ψέμα ἐξακριβώνεται καὶ διαλύεται σὰν καπνός, μὴ μπορῶντας νὰ βρῆ τόπο σὲ κανένα λογικὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνασταινόταν ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἦταν φύσει ἀδύνατο οἱ Ἀπόστολοι νὰ κηρύξουν, ψευδόμενοι, τὴν Ἀναστασή Του. Ἦταν φύσει ἀδύνατο νὰ πράξουν αὐτὸ ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων ἡ εὐθύτητα καὶ ἡ φιλαλήθεια ἦταν ἀνώτερες ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτηση καὶ ἀμφιβολία, καθὼς αὐτὸ ἀποδείχθηκε σὲ ὅλη τὴ μετέπειτα ζωή τους.
    Πολὺ περισσότερο, ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ ὑποβάλουν τὸν ἑαυτό τους σὲ κόπους καὶ ἀγῶνες μεγάλους καὶ ὑπερβολικούς, νὰ ὑποβάλουν τὸν ἑαυτό τους σὲ περιφρονήσεις, ἐξευτελισμούς, καταδιώξεις, δαρμούς, φυλακίσεις, ἀναρίθμητες ταλαιπωρίες, τελικὰ καὶ σ’ αὐτὸ τὸν θάνατο, γιὰ νὰ κηρύξουν καὶ νὰ διαβεβαιώσουν, ψευδόμενοι, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ψέμα αὐτὸ ἦταν ἐντελῶς ἐναντίον τῆς συνειδήσεώς τους καὶ ἐντελῶς ἄχρηστο καὶ ἐπιζήμιο.
Τὸ ψέμα ἔπειτα αὐτὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων, ὅτι δῆθεν οἱ μαθητὲς ἔκλεψαν τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου, ἐνῶ κοιμόνταν οἱ φύλακες, ἀποδεικνύεται ἐντελῶς ἀστήρικτο καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς: Ἀφοῦ κοιμόνταν οἱ φύλακες, ἴσχυαν δὲ οἱ Ρωμαϊκοὶ νομοι, γιατί, σύμφωνα μ’ αὐτούς, δὲν ζήτησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαῖοι τὸ θάνατο τῶν φυλάκων, ἀφοῦ μάλιστα εἶχαν ἄσπονδο μίσος ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ; Γιατί δὲν τοὺς καταδίωξαν, ἀλλὰ οὔτε κὰν τοὺς ἀνέκριναν; Ἐνῶ βλέπουμε ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ συνέβη τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο στοὺς φύλακες τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ ἦταν δεκαέξι τὸν ἀριθμό. Δηλαδή αὐτοὺς τοὺς στρατιῶτες τοὺς θανάτωσε ὁ Ἡρώδης, ἐπειδὴ τοὺς νόμισε ὑπαίτιους γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Πέτρου ἀπὸ τὴν φυλακή, ἐνῶ αὐτὸ ἔγινε θαυματουργικὰ ἀπὸ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ (Πράξ. 6′ 1-19).
    Ἐνοχοποιοῦνται ἀκόμη οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων καὶ οἱ Φαρισαῖοι γιὰ τὸ κατασκευασμένο καὶ ἀσυνείδητο ψέμα τους ἐναντίον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κύριου καὶ ἀπὸ τὴ διαγωγὴ τους ἀπέναντι στοὺς Ἀποστόλους. Ὅταν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἐκήρυτταν μὲ παρρησία τὴν Ἀνάστασή Του, αὐτοὶ τοὺς ἔδερναν, τοὺς φυλάκιζαν, τοὺς ἔδιναν προσταγὴ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐξουσίας τους, νὰ σιωπήσουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ νὰ μὴν κηρύττουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δὲν τοὺς ἤλεγξαν ὅμως ποτέ ὅτι ψεύδονται. Δὲν εἶπαν ποτέ σ’ αὐτούς: Λέτε ψέματα, κηρύττοντας τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σταυρώθηκε καὶ πέθανε. Καὶ δὲν τόλμησαν ποτέ νὰ τὸ ποῦν αὐτό, γιατί ἀπὸ τὴ μαρτυρία τῶν φυλάκων τοῦ τάφου καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν πεισθῆ γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. κη’ 11). Τὸ μόνο ποὺ ἔλεγαν σ’ αὐτούς, ὅταν κήρυτταν τὴν Ἀνάσταση, ἦταν τοῦτο: Δὲν θέλουμε νὰ λαλῆτε καὶ νὰ κηρύττετε στὸ ὄνομα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ (Πράξ. δ’ 17 καὶ ε’ 28).
    Γιὰ νὰ κηρύττουν λοιπὸν οἱ Ἀπόστολοι μὲ ὅλη τὴν παρρησία, αὐταπάρνηση καὶ αὐτοθυσία τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπόδειξη φανερὴ καὶ πάνω ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτηση, ὅτι εἶχαν τέλεια καὶ ἀπόλυτη βεβαιότητα γι’ αὐτή τὴν Ἀνάσταση. Εἶχαν δὲ αὐτή τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα καὶ πεποίθηση οἱ Ἀπόστολοι, ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ φανερὲς καὶ χειροπιαστὲς ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ ἀπὸ τὴ συναναστροφή μαζί Του ἐπὶ σαράντα μέρες. Σ’ αὐτές, παρουσιαζόμενος συχνὰ δίδασκε γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη ἦταν ἀπόλυτα βέβαιοι καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνάληψή Του, ποὺ ἔγινε μπροστὰ τους μὲ λαμπρότητα καὶ δόξα.
    Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύεται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ βεβαιώνεται τόσο φανερὰ καὶ καθαρά, ὥστε νὰ μὴ χωράη οὔτε ὁ ἐλάχιστος δισταγμός.