Ἰακώβου δ’ 12

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Εἷς ἐστιν ὁ νομοθέτης καί κριτής, ὁ δυνάμενος σῶσαι καί ἀπολέσαι· σέ δέ τίς εἶ ὅς κρίνεις τόν ἕτερον;»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

    «Ἕνας ὅμως εἶναι Ἐκεῖνος, πού ἔχει ἀπόλυτον δικαίωμα νά νομοθετῇ καί νά κρίνῃ κάθε παραβάτην, ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔχει καί τήν δύναμιν νά σώσῃ καί νά παραδώσῃ εἰς ἀπώλειαν. Σύ δέ, μικρέ καί τιποτένιε, ἄνθρωπε, ποῖος εἶσαι πού κατακρίνεις τόν ἄλλον;» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Ὁ  ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ἄνθρωπος πολλῆς ἀρετῆς, λυπόταν, ὅταν ἔβλεπε τούς Χριστιανούς νά παρασύρονται σέ κατακρίσεις καί καταλαλιές. Νά διαδίδουν ὁ ἕνας σέ βάρος τοῦ ἄλλου πραγματικά ἤ φανταστικά ἐλαττώματα καί κακίες. Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος ὅμως, σάν πατέρας στοργικός, τούς ὑπενθυμίζει μέ ἄλλα λόγια ἐκεῖνο πού νομοθέτησε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, καί τούς λέει: «Μή καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί». Μήν κατηγορεῖτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Μέ τό νά κατηγορεῖ κανείς τούς ἄλλους, ἀφενός μέν φανερώνει ὅτι στερεῖται ἀγάπης, ἡ ὁποία «οὐ λογίζεται το κακόν» (Α’ Κορ. ιγ’ 5), δέν προσέχει, δέν ὑπολογίζει τό κακό, πού μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄλλος. Ἀφετέρου δέ ἀποδεικνύει ὅτι ἔχει ἐγωιστικό φρόνημα γιά τόν ἑαυτό του. Νομίζει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό ἐλαττώματα καί ἀδυναμίες καί γι’ αὐτό σπεύδει νά γίνει κριτής κι ἐπικριτής τῆς συμπεριφορᾶς τῶν ἄλλων. Καί στό κάτω-κάτω, λέει ὁ θεῖος Ἰάκωβος, σύ «τίς εἶ ὅς κρίνεις τόν ἕτερον;. Ἐσύ πού κατηγορεῖς καί καταδικάζεις τόν ἄλλο ποιός εἶσαι; Οὔτε νομοθέτης εἶσαι οὔτε κριτής. Εἶσαι κι ἐσύ νομοθετούμενος ἀπό τόν Θεό κι ἔχεις καθῆκον νά ἐφαρμόζεις τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γιατί λοιπόν κρίνεις καί κατηγορεῖς τόν Χριστιανό ἀδελφό σου; Σοῦ φαίνεται, ἀδελφέ μου, δύσκολο νά συμβαίνει αὐτό καί μ’ ἐμᾶς; Ἀλλά ἄς ἐξετάσουμε πιό προσεκτικά αὐτή τήν παραγγελία τοῦ θείου ἀποστόλου Ἰακώβου.
    «Σύ τίς εἶ ὅς κρίνεις τον ἕτερον»;
    Ἀναστατώνεται ἡ ψυχή μας μερικές φορές. Ἀγανακτοῦμε, ὅταν βλέπουμε ὅτι κάποιος δέν εἶναι δίκαιος στίς συναλλαγές του καί τίς δοσοληψίες του• ὅταν ἀκοῦμε καί πληροφορούμαστε ὅτι ἐπιδιώκει κέρδος παράνομο• ὅτι ἐκμεταλλεύεται τήν ἀδυναμία καί τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Ὅταν λοιπόν βρεθοῦμε ἀνάμεσα σέ φιλικά πρόσωπα, ἀνοίγουμε πλατύ τό στόμα μας καί ἀκονίζουμε τή γλώσσα μας γιά νά ποῦμε, νά ἐξιστορήσουμε καί ζωγραφίσουμε μέ τά ζωηρότερα χρώματα τήν ἄδικη, τήν ἀφιλάδελφη, τήν ἀντιχριστιανική συμπεριφορά του γνωστοῦ μας ἀνθρώπου. Ἀλλά ἄν, εἴτε τήν ὥρα ἐκείνη ἤ μετά ἀπό λίγο μᾶς πλησιάσει κάποιος πού μᾶς ἀγαπᾶ εἶλικρινά, καί μᾶς πεῖ: Ἀδελφέ μου, θυμᾶσαι τά λόγια τοῦ θείου Ἰακώβου; Μας ρωτάει καί μᾶς λέει: «Σύ τίς εἶ ὅς κρίνεις τόν ἕτερον»; Μήν ξεχνᾶς ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό παραβαίνεις τή θεία ἐντολή «μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε» (Ματθ. ζ’1).
    Ἄλλοτε εἴμαστε πρόθυμοι καί πρόχειροι νά καταλογίσουμε στούς ἄλλους ἔλλειψη ἀγάπης καί νά τούς ἀποδώσουμε ἀνειλικρινεῖς διαθέσεις καί ἐνέργειες συμφεροντολογικές, τίς ὁποῖες κρύβουν τάχα κάτω ἀπό ὑποκριτικά χαμόγελα καί εὐγενικά λόγια. Ὦ, ἀδελφέ μου. Ἄς σκεφθοῦμε καλύτερα. Ποιός μᾶς ἔβαλε, ποιός μᾶς ὅρισε νά παρατηροῦμε καί νά κρίνουμε τή συμπεριφορά τῶν ἀδελφῶν μας; Κανένας, ἀπολύτως κανένας. Μόνοι μας παίρνουμε τό δικαίωμα αὐτό,χωρίς κανένας νά μᾶς τό δώσει. Ποιά θά ἦταν ἡ θέση μας, ἐάν μέ τόν πιό φιλάδελφο καί μέ τον πιό ἀνώδυνο γιά τἐν ἐγωισμό μας τρόπο, μᾶς ἔλεγε καί μᾶς ὑποδείκνυε κάποια ἀδελφή ψυχή, πρόσεξε, διότι ξέχασες τόν ἀποστολικό λόγο: «σύ τίς εἶ ὅς κρίνεις τον ἕτερον»;
    Καί οἱ ἄλλοι ἴσως νά μή βρίσκουν τά θάρρος νά μᾶς ποῦν τά σωτήρια αὐτά λόγια. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἴδιοι, ἐάν πραγματικά ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας καί ἐπιθυμοῦμε τόν καταρτισμό μας καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ὀφείλουμε νά θέσουμε ὑπό ἀνάκριση τήν ὅλη μας συμπεριφορά μέ ὁδηγό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τίς ὑποδείξεις τῶν πνευματικῶν μας ὁδηγῶν. Καί τότε ἄς μή διστάζουμε νά ἐπαναφέρουμε τόν ἑαυτό μας στήν τάξη καί νά λέμε: Ποιός εἶμαι ἐγώ πού κατηγορῶ καί καταδικάζω τούς ἄλλους, ἀντί νά σκέπτομαι τά δικά μου ἁμαρτήματα καί νά μετανοῶ γι’ αὐτά; «Σύ τίς εἶ ὅς κρίνεις τον ἕτερον»; Σκέψου, φίλη ψυχή, τά λόγια αὐτά τοῦ θείου Ἀποστόλου καί πᾶψε νά ἀσχολεῖσαι μέ τούς ἄλλους. Μήν ξεχνᾶς ὅτι «ἕκαστος ἡμῶν περί ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιδ’ 12), καί ὄχι γιά τούς ἄλλους. Νά προσπαθεῖς λοιπόν νά ζεῖς ἐσύ ὅπως θέλει ὁ Θεός καί μήν κοιτάζεις τούς ἄλλους. Θά βρίσκεις πάρα πολλές παραλείψεις, παραβάσεις καί ἁμαρτίες, ὥστε θά σέ πιάνει φόβος μήπως «τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς.
    Ἀλλά ὄχι. Μακριά ἀπό μᾶς ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση. Μετάνοια μᾶς χρειάζεται καί ἐξομολόγηση• προσοχή καί θερμή προσευχή πρός τον Θεό.

    Πόσο φτωχός ἀπό ἀγάπη εἶμαι, Κύριε, ὅταν παρατηρώντας τή συμπεριφορά τῶν ἀδελφῶν μου τούς κατακρίνω καί τούς κατηγορῶ! Καί πόσο μέ ἐξαπατᾶ ὁ ἑαυτός μου νομίζοντας ὅτι ἐγώ εἶμαι ἐντάξει ἀπέναντι τοῦ καρδιογνώστη Κυρίου μου! Πανάγαθε Σωτήρ μου. Μή μέ καταδικάσεις γιά τήν ἀφιλάδελφη καί ἐγωιστική αὐτή συμπεριφορά μου. Δῶσ’ μου συναίσθηση της ἁμαρτωλότητάς μου. Δῶσ’ μου πνεῦμα μετανοίας καί ἐπιστροφῆς. Δῶσ’ μου κατάνυξη καί προσοχή, ὥστε νά προσέχω τή δική μου συμπεριφορά καί νά τή ρυθμίζω σύμφωνα μέ τό δικό Σου θέλημα καί τίς ἅγιες ἐντολές Σου. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου. Καί ὅταν θά ἐμφανισθῶ ἐνώπιον Σου γιά νά μέ κρίνεις, φιλάνθρωπε Κύριε, μή λάβεις ὑπ’ ὄψη Σου την τωρινή ἀφιλάδελφη συμπεριφορά μου, ἀλλά δεῖξε καί σ’ ἐμένα τό ἄπειρο ἔλεος Σου, γιά νά ὑμνῶ καί εὐλογῶ τή μεγαλοσύνη Σου μέ ὅλους τούς Ἁγίους στήν οὐράνια Βασιλεία Σου. Ἀμήν.
«Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου, «ΟΙ ΣΠΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)