Ιωάν. θ΄38

                                                     ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ὁ δέ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτόν».

                                                   ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

    «Αὐτός δέ εἶπε· Πιστεύω, Κύριε· καί τόν ἐπροσκύνησεν ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί Κύριον» ( Ἀπό τήν «Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα,  ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

                                                  ΣΧΟΛΙΟ

       «Ἔχει ἀποκτήσει καὶ αὐτὸς τὸ φῶς του. Τί μεγάλο καὶ θεῖο δῶρο εἶναι αὐτό! Αἰσθάνεται κάτι πολὺ δυνατὸ μέσα του. Σὰν νὰ ἔχει γεννηθεῖ τώρα. Ἔχει καὶ αὐτὸς τὰ μάτια του. Μάτια γερά, ποὺ βλέπουν ὀξύτατα. Ἐντυπώνονται πρόσωπα, πράγματα, σκηνές. Πρόσωπα γονέων, φίλων, γειτόνων, συγγενῶν, ἀρχόντων…
       Πῶς ἄραγε νὰ τὰ εἶχε φαντασθεῖ. Καὶ πῶς νὰ τὰ βλέπει;
      Ἕνα μόνο ἀκόμη δὲν ἔχει δεῖ. Τί κρίμα! Καὶ τὸ ποθεῖ τόσο πολύ. Εἶναι τὸ πρόσωπο Ἐκείνου ποὺ τὸν σέβεται βαθιὰ μέσα του καὶ ἔχει ἀγωνισθεῖ γι’ αὐτόν, χωρὶς ἀκόμη νὰ τὸν ἔχει ἀντικρίσει.
Εἶναι ὁ Μέγας θαυματουργός, ποὺ μὲ ἀγάπη εἶχε ἐγγίσει τὰ μάτια του, τὰ εἶχε ἀλείψει μὲ πηλὸ ἀπό τὸ σάλιο Του καὶ μὲ φωνὴ γαλήνια, στοργική, τοῦ εἶχε δώσει ἐντολὴ στοῦ Σιλωὰμ τὴ στέρνα νὰ τὰ νίψει.
       Ὤ! Τί ὀμορφιὰ ἦταν ἐκείνη, ποὺ πρωτοαντίκρισε! Εἶδε καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ στὸ καθρέφτισμα τοῦ νεροῦ τῆς στέρνας! Καὶ εἶδε ἀκόμη… Εἶδε…
       Ξαναγυρίζουν στὴ σκέψη τοῦ οἱ σκηνὲς ἐκεῖνες οἱ δραματικές. Τοῦ ἔρχονται πάλι καὶ πάλι στὸ νοῦ τόσο ζωηρές. Πρώτη φορά τὸ αἰσθάνεται αὐτό. Τώρα ποὺ ἀπέκτησε τὸ φῶς του!
Ἀκοῦς νὰ ἀμφιβάλλουν οἱ γείτονές του ἂν εἶναι αὐτὸς ὁ πρὶν τυφλός! Κάθε μέρα τὸν ἔβλεπαν, καὶ τώρα νὰ ρωτοῦν:
-Εἶναι; – Δὲν εἶναι! – Αὐτὸς εἶναι!
-Ὄχι ἄλλος εἶναι!
      Ἀλλά, λοιπόν, τί ἔπαθαν; Αὐτοὶ τὸν ἐλεοῦσαν. Πῶς τώρα τὸν κατατρέχουν;
Τοὺς εἶχε διηγηθεῖ ὅλα τὰ γεγονότα τοῦ θαύματος μὲ τὴ σειρά. Τοὺς τὰ εἶπε μία φορά, τοὺς τὰ εἶπε δυό, ἀλλ’ ἐκεῖνοι τὰ ἴδια πάλι ἀπό τὴν ἀρχή:
-Εἶσαι σὺ ὁ τυφλός;  θὰ σὲ πᾶμε στὸ συνέδριο νὰ τὸ ἐξακριβώσουν οἱ  Φαρισαῖοι.
Πρώτη φορά μπῆκε μέσα ἐκεῖ. Τί πνιγηρὴ σκηνή! Ἀκόμη καὶ τώρα ποὺ τὴ θυμᾶται, αἰσθάνεται λύπη καὶ φρίκη! Ἰδιαίτερα πρόσεξε τὰ μάτια τους.
       Ναί. Εἶδε… ὅτι τὰ μάτια εἶναι καθρέφτης τῆς ψυχῆς. Ἄλλα ἄγρια ἀπό θυμό, πυρωμένα καὶ πεταγμένα ἔξω ἀπό τὶς κόγχες τους·  ἐκείνων τῶν πολλῶν Φαρισαίων ποὺ μιλοῦσαν μὲ μίσος γιὰ τόν Ίησοῦ. Καὶ ἄλλα φωτεινά, ἥμερα, γλυκά, ἐκείνων τῶν λίγων, ποὺ δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τοὺς πρώτους καὶ ἔλεγαν.
-Εἶναι ἀδύνατο ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς νὰ κάνει τέτοια μεγάλα θαύματα. Εἶδε καὶ ἄλλα ἀκόμη μάτια· πόσο λυπεῖται γι’ αὐτά! Στὰ μάτια τῆς μητέρας του καὶ τοῦ πατέρα του. Ἦταν γεμάτα ἀπό ἕνα σκοτεινὸ φόβο, μιὰ δειλία παράξενη. Ἀντί νὰ ζητήσουν ἐκεῖνοι νὰ βροῦν τὸν Εὐεργέτη του ποὺ ἦταν φυσικὰ καὶ δικός τους Εὐεργέτης, εἶπαν φοβισμένοι:
       «Αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε».
     Προτιμοῦσαν, λοιπόν, νὰ τὸν ἔχουν βάρος καὶ αὖτοι καὶ οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ γείτονες;
   Ὅμως ἐκεῖνος τὸ διακήρυξε φανερά: Ὁ Ἰησοῦς εἶναι «Προφή-της». Εἶναι ἄνθρωπος «θεοσεβής». Εἶναι ἀπεσταλμένος «παρὰ  Θεοῦ». Μήπως θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς μαθητές Του;
Ὕστερα ἀπό τὰ λόγια του αὐτὰ τὰ τόσο θαρρετά, τὸ μίσος ποὺ φώλιαζε μέσα στοὺς Φαρισαίους ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, νόμιζες ὅτι ξεχείλισε καὶ χυνόταν πάνω στὸν πρὶν τυφλὸ σὰν δηλητήριο, ἀπό τὴν κόρη τῶν ματιῶν τους:
     «Ἐλοιδόρησαν αὐτόν». Τὸν ὕβρισαν. Τὸν περιφρόνησαν… «Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω». Τὸν ἔδιωξαν μὲ τὴ βία ἀπό τὸ συνέδριο μὲ λόγια ἄπρεπῆ. Μὲ τὴν ἀπειλὴ νὰ τοῦ κάνουν ἀφορισμό…
Ἀλλά, τί μὲ τοῦτο; Ἐκεῖνος ἐξακολουθεῖ νὰ μένει, καὶ θὰ μένει, σταθερός, ἀκλόνητος. Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι τιμή του νὰ ὁμολογεῖ μὲ θάρρος τὴν ἀλήθεια· τὴν πίστη του στὸν Εὐεργέτη του.
Ὤ  καὶ ἂν τὸν γνωρίσει κάποτε!…
    Ἀλλά τί εἶναι αὐτὸ πού κάνει τώρα ἰδιαίτερα τὴν καρδιά του νὰ σκιρτᾶ τόσο δυνατά;
Ποιὸς στέκει ἐμπρός του;
    «Ἤκουσεν ὁ Κύριος ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω» καὶ ἦλθε νὰ τὸν βρεῖ.
   Ποιὰ ἀσύγκριτη γλυκύτητα καὶ καλοσύνη! Τόσο φῶς!
Τὸν γνωρίζει. Ναί, ἡ Ἴδια γλυκύτητα, ἡ ἴδια σὰν αὔρα στοργή! Ἡ ἴδια ἁρμονία στὴ φωνή Του μὲ τὴ φωνὴ ποὺ τοῦ  εἶχε πεῖ: «Ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι». Ναί, εἶναι Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ποὺ τὸν ρωτᾶ:
«Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱόν τοῦ Θεοῦ;»
       Eἶδα τὸν ἀγώνα σου. Τὴ σταθερή σου ὁμολογία… Καὶ ἦλθα νὰ σὲ βρῶ. Νὰ σοῦ χαρίσω καὶ ἕνα ἄλλο φῶς ἀσύγκριτο. Τὸ πνευματικὸ φῶς. Τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀλήθειας τὸ ΦΩΣ. Ἐκεῖνοι δὲν πιστεύουν ὅσα θαύματα καὶ ἂν βλέπουν.
     «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱόν τοῦ Θεοῦ;»
     Κατασυγκινημένος ὁ πρὶν τυφλὸς ἀπό τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πέφτει μπρὸς στὰ πόδια Του καὶ φωνάζει:
-Ὢ Κύριε, Σὲ πιστεύω καὶ σὲ προσκυνῶ. Ἦλθες καὶ μὲ βρῆκες χωρὶς ἔγω νὰ Σὲ ζητήσω! Χωρὶς νὰ σοῦ ζητήσω τὸ ἔλεός Σου, μοῦ τὸ ἔδωσες ἄφθονο. Μοῦ χάρισες ὅ,τι πολυτιμότερο μπορεῖ νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος, Τὸ φῶς μου! Καὶ τώρα ἦλθες πάλι νὰ μὲ βρεῖς νὰ γίνεις τὸ Φῶς τῆς ψυχῆς μου. Καὶ ἂν ἄλλοι πολλοὶ ἡ λίγοι, μικροὶ ἡ μεγάλοι… δὲν θέλουν νὰ πιστεύσουν, ἐγώ  Σὲ δοξάζω καὶ Σὲ προσκυνῶ εὐλαβικά, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ. Εἶσαι ὁ Σωτήρας μου καὶ ὁ Κύριος μου…
Κατάπληξη δημιουργεῖ ἡ γενναία ἀπολογία τοῦ ἡρωϊκοῦ ἀγωνιστοῦ!
      Οἱ γονεῖς του καὶ οἱ γείτονές του φοβήθηκαν νὰ ὁμολογῆςουν τὴν τρανὴ ἀλήθεια. Τὸ πρωτάκουστο θαῦμα! Δείλιασαν καὶ ὑποχώρησαν μὲ τὴν πρώτη ἀπειλή τῶν έχθρῶν τοῦ Ἰησοῦ, τῶν Φαρισαίων.
     Ὅμως ἐκεῖνος στέκεται θαρρετά, ἀκλόνητα στεριωμένος ἐπάνω στὸ βάθρο τῆς ἀλήθειας. Δὲν τὸν φοβίζει καμιὰ ἀπειλή. Μένει πιστὸς στὸν θαυματουργὸ Εὐεργέτη του, τὸν Παντοδύναμο Κύριο.
    Τὸν διώχνουν ἐκεῖνοι καὶ τοῦ κάνουν ἀφορισμό… Ἀλλά εἶδες τί κέρδισε ἀκριβῶς τότε;
     Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν βρίσκει. Ποιὰ ἀσύγκριτη τιμή!
Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶναι τὸ Φῶς, εἶναι ἡ Ζωή, εἶναι ἡ Ὁδός. Εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Δόξα καὶ ἡ Χαρὰ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι «ὁ δοτὴρ παντὸς ἀγαθοῦ…».
    Θαυμάζεις τὸν πρὶν τυφλό! Μόνο; Ἀλλά καὶ νὰ τὸν μιμηθεῖς!
     Καὶ σήμερα μερικοὶ ποὺ κατέχουν θέσεις καὶ λογῆς-λογῆς ἀξιώματα μπορεῖ νὰ θελήσουν νὰ σοῦ ἐπιβληθοῦν μὲ τὸ κύρος ποὺ τοὺς δίνει τὸ ὕψος τῆς θέσεώς τους γιὰ νὰ σὲ ἀποσπάσουν ἀπό τὴν ἀλήθεια καὶ τὶς χριστιανικὲς ἀρχές σου.
     Τότε τί θὰ κάνεις; Θυμήσου τὸν γενναῖο ἀπολογητή, τὸν πρὶν τυφλόν!
Πάνω ἀπό κάθε ἀνθρώπινη θέληση κυριαρχεῖ ἡ θεία ΑΔΗΘΕΙΑ. Καὶ ἡ προσταγὴ της ἔχει αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο κύρος.
     Μένε σ’ αὐτὴ ἀκλόνητα στερεωμένος. Ὅ,τι καὶ ἄν σοῦ συμβεῖ, χάρη σ’ αὐτή, θὰ εἶναι πάντοτε πολὺ μικρό, μπρὸς στὸ ΦΩΣ καὶ τὴν ἄρρητη εὐφροσύνη ποὺ θὰ σοῦ χαρίζει ἡ ἀόρατη παρουσία τοῦ Κυρίου. Ὅπως τὴ χάρισε καὶ στὸν τυφλὸ ὅταν νικητὴ στὸν ἀγώνα, «ἔξεβαλον αὐτὸν ἔξω, καί εὗρεν αὐτόν» (Ἀπό τό βιβλίο «Κάθε Κυριακή ἕνα μήνυμα», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).