ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (7/3)

Σήμερα 7/3 εορτάζουν:

  • Άγιοι Εφραίμ, Βασιλεύς, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπιδίος, Καπίτων και Αιθέριος
  • Όσιος Λαυρέντιος κτήτορας της Ιεράς Μονής Φανερωμένης στη Σαλαμίνα
  • Άγιοι Αρκάδιος και Νέστορας Επίσκοποι Τριμυθούντος Κύπρου
  • Όσιος Παύλος ο απλός
  • Άγιος Εφραίμ Πατριάρχης Αντιόχειας
  • Άγιοι Αιμιλιανός ο Ρωμαίος και οι συν αυτώ Ιάκωβος και Μαριανός
  • Σύναξις των εν Δωδεκανήσω Αγίων
  • Άγιος Ιωάννης Επίσκοπος Υόρκης
  • Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου «η Εγγύηση των Αμαρτωλών»

 

Οἱ Ἅγιοι Ἐφραίμ, Βασιλεύς, Εὐγένιος, Ἀγαθόδωρος, Ἐλπίδιος, Καπίτων καὶ Αἰθέριος

Ὅλοι πέθαναν μαρτυρικὰ γιὰ τὴν διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ Χερσώνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Καπίτωνα ποὺ διέφυγε τὸν κίνδυνο μὲ τὴν ἐπέμβασή του Μεγάλου Κων/νου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους. Ὁ δὲ Ἐλπίδιος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Ἱερομάρτυρες ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Χερσώνα, στὰ ὅρια τῆς Κριμαίας. Ἔζησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (296). Ἐκεῖ, ἡ ἐργασία τοῦ Ἐλπιδίου γινόταν μὲ πολλὴ δυσκολία καὶ καθημερινοὺς κινδύνους. Διότι εἶχε νὰ κάνει μὲ βαρβάρους εἰδωλολάτρες. Ἡ αὐταπάρνηση μὲ τὴν ὁποία ἐργάστηκε δὲν ἄργησε νὰ φέρει τοὺς πρώτους χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες στὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου μας. Ὅμως, ἡ ἀγριότητα τῶν ἀπίστων δὲν ἄργησε καὶ αὐτὴ νὰ φανεῖ. Μία μέρα, ἐνῷ ὁ Ἐλπίδιος κήρυττε, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ μία ἅμαξα. Τὸν ἔσυραν μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο στοὺς δρόμους, μέχρι ποὺ πέθανε. Ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, χύνοντας τὸ τίμιο αἷμα του σὰν πιστὸς ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ «μισθός» του στοὺς οὐρανοὺς θὰ εἶναι ἀφάνταστα μεγάλος. Καὶ δίκαια, διότι κατὰ τὴν ρήση τοῦ Κυρίου, «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ». Δηλαδή, εἶναι ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ τῆς ἐργασίας του, ποὺ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων του.

Οἱ Ἅγιοι Ἀρκάδιος καὶ Νέστωρ ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος Κύπρου

Ὅταν οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἀνέλαβαν ἐπίσκοποι Τριμυθοῦντος, ἡ Κύπρος ἦταν ἄκρως εἰδωλολατρική. Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους καὶ βάσανα, κατόρθωσαν νὰ φέρουν πολλοὺς στὸ δρόμο τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας (Λαυριωτικὸς Κώδικας 70). Τελικὰ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ἁπλός

Ὀνομάστηκε ἁπλός, διότι ἦταν ἀμαθὴς γεωργὸς ποὺ δὲν γνώριζε τίποτα ἀπὸ τὶς ἐθιμοτυπίες τοῦ κόσμου. Τὸν στόλιζε ὅμως ἄκακο ἦθος καὶ ἦταν τέλειος ἀγαθὸς ἰσραηλίτης, χωρὶς καμμιὰ πονηριὰ καὶ δόλο. Μέχρι τὰ ἑξήντα του, οἱ γεωργικὲς ἐργασίες ἦταν ἡ κύρια ἀσχολία του. Ἀλλ΄ ἡ σύζυγός του ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Αὐτὴ ἔκανε τὴν δῆθεν εὐγενῆ, διότι ἔζησε κάποτε σὰν ὑπηρέτρια στὴν πόλη. Κορόϊδευε λοιπὸν τὸν Παῦλο σὰν κουτὸ καὶ ἀνόητο, ποὺ χάνεται μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ ξόδευε τὴν ὥρα τῆς ἄνεσής του μὲ προσευχὲς καὶ ψαλμούς. Μέχρι ποὺ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ προδώσει τὴν συζυγική της πίστη! Ὁ Παῦλος, ὅταν βεβαιώθηκε αὐτό, γέμισε ἀπὸ πολλὴ θλίψη καὶ πίκρα. Στέναξε βαθειά, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἀφήσει καὶ νὰ φύγει μακριά. Πῆγε δὲ στὴν ἔρημο, κοντὰ στὸν Μέγα Ἀντώνιο. Στὸ νέο αὐτὸ στάδιο τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Παῦλος, ἀνέπτυξε ἐξαίρετες ἀσκητικὲς ἀρετές. Θερμὸς στὴν εὐσέβειά του, ἄδολος στὴν καρδιά του, ταπεινὸς στὰ φρονήματά του, πρᾶος στὸ ἦθος του, στολιζόταν ἀπὸ τὰ ὡραιότερα χριστιανικὰ ἄνθη καὶ εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ Θεὸς μάλιστα, τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χάρισμα νὰ θαυματουργεῖ, καὶ ἔτσι θεράπευσε πολλοὺς δαιμονισμένους. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα στὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ ἔμεινε σὰν τὸ γνησιότερο κάτοπτρο τῆς θείας ἀγαθότητας.

Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ Πατριάρχης Ἀντιοχείας

Κα­λός ποι­μέ­νας πού ἀκολούθησε τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ με­­γά­λου Ποι­μέ­νος τῶν ἀν­θρώ­πων, τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, μπο­ρεῖ νά ὀ­νο­μα­σθεῖ καί ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραίμ, ὁ Πα­τριά­ρχης τῆς Ἀντιοχεί­ας. Δι­ό­τι πράγ­μα­τι ἦ­ταν ὁ κα­λός καί στορ­γι­κός ποι­μένας, ὁ ὁ­ποῖ­ος πό­νε­σε καί ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε στορ­γι­κά γιά τά λο­γι­κά πρό­βα­τα, τά ὁ­ποῖ­α τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ὁ Θε­ός. Ἀγωνί­σθη­κε μέ ζῆ­λο πο­λύ, γιά νά ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πό κον­τά τούς κά­θε κίν­δυ­νο, νά τά ἀ­να­κου­φί­σει στίς δυ­σκο­λί­ες καί τίς θλί­ψεις τῆς ζω­ῆς καί νά ἐ­ξα­σφα­λί­σει σ’ αὐ­τά τά μέ­σα γιά τή σω­τη­ρί­α τους.

Κα­τεῖ­χε τό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ πρώ­του κό­μη κον­τά στόν Βυ­ζαν­τι­νό αὐ­το­κρά­το­ρα Ἰ­ου­στί­νο τόν Θρά­κα (518 – 527 μ.Χ.). Ἡ μόρ­φω­σή του, ἡ ἀ­ρε­τή, ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση στό ἔρ­γο του τόν ἔ­κα­ναν, ὥ­στε νά συγ­κεν­τρώ­σει ἀ­μέ­ρι­στη τήν ἐ­κτί­μη­ση καί ἀ­γά­πη τοῦ ἄρ­χον­τα, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί τόν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε σέ λε­πτές καί ἐμ­πι­στευ­τι­κές ἀ­πο­στο­λές. Μί­α τέ­τοι­α ἀ­πο­στο­λή ἦ­ταν καί τό τα­ξί­δι του στήν Ἀν­τι­ό­χεια, ἡ ὁ­ποί­α τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη συγκλο­νί­σθη­κε ἀ­πό ἰ­σχυ­ρούς σει­σμούς. Γκρε­μί­σθη­καν τά οἰ­κο­δο­μή­μα­τά της καί πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων ἔ­μει­ναν ἄ­στε­γοι, γυμνοί καί πει­να­σμέ­νοι. Ὁ Ἐ­φραίμ στάλ­θη­κε ὡς αὐ­το­κρα­το­ρι­κός ἀν­τι­πρό­σω­πος, γιά νά δι­α­νεί­μει βο­η­θή­μα­τα στούς πτω­χούς καί νά ἐ­πι­στα­τή­σει στήν ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση τῆς πόλεως. Μέ ἐν­θου­σια­σμό πο­λύ ἀ­νέ­λα­βε τό ἔρ­γο του καί τό ἐ­πι­τε­λοῦ­σε μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη προ­σο­χή καί πι­στό­τη­τα. Δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­κε ὅ­μως ὁ Ἐ­φραίμ μό­νο στή δι­α­νο­μή τῶν ὑ­λι­κῶν βο­η­θη­μά­των. Ὡς πι­στός Χρι­στια­νός πού ἦ­ταν καί ἄν­θρω­πος τῆς ἀ­γά­πης, συμ­πά­θη­σε μέ­σα ἀ­πό τήν καρ­διά του τούς πλη­γέν­τες ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φούς του. Ἀν­τι­λή­φθη­κε, ὅ­τι οἱ Ἀν­τι­ο­χεῖς εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη καί ἀ­πό ἄλ­λου εἴ­δους βο­ή­θεια πε­ρισ­σό­τε­ρο οὐ­σι­α­στι­κή. Γι’ αὐ­τό καί ἡ προ­σπά­θειά του ἐ­πε­κτά­θη­κε στήν ψυ­χι­κή τό­νω­ση καί τήν ἐκ Θε­οῦ πα­ρη­γο­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἔ­γι­νε ὁ πα­τέ­ρας ὅ­λων. Ὀρ­γά­νω­σε εἰ­δι­κές συγ­κεν­τρώ­σεις, γιά νά τούς με­τα­δώ­σει τό θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Τά θλι­βε­ρά πε­ρι­στα­τι­κά τά θε­ώ­ρη­σε κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α γιά νά συν­δέ­σει τούς Ἀν­τι­ο­χεῖς πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ τόν Χρι­στό, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο πη­γά­ζει κά­θε πα­ρη­γο­ριά καί ἐ­νί­σχυ­ση, κά­θε εὐ­λο­γί­α καί χά­ρη.

Ὅ­λη αὐ­τή ἡ χρι­στι­α­νι­κή καί στορ­γι­κή ἀ­να­στρο­φή τοῦ Ἐ­φραίμ πρός τούς Ἀν­τι­ο­χεῖς ἔ­γι­νε αἰ­τί­α, ὥ­στε γρή­γο­ρα νά συγ­κεν­τρω­θεῖ στό πρό­σω­πό του ἡ ἀ­γά­πη καί ἡ ἀ­φο­σί­ω­ση ὅλων. Καί ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γο χή­ρευ­σε ὁ ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κός θρό­νος τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας, τά βλέμ­μα­τα ὅ­λων στρά­φη­καν στόν Ἐ­φραίμ καί θερ­μή πα­ρά­κλη­ση ἀ­πευ­θύν­θη­κε στόν αὐτοκρά­το­ρα καί στόν Πα­τριά­ρχη τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, νά ἀ­να­δεί­ξουν αὐ­τόν ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἀν­τι­ο­χεί­ας. Μέ πολ­λή ἐκ­πλή­ξη ἀ­κού­ει τό αἴ­τη­μά τους ὁ Ἐ­φραίμ. Πῶς εἶ­ναι δυνα­τόν, λέ­ει, ἐ­γώ, ἕ­να ἁ­πλό λα­ϊ­κό μέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά ἀ­να­λά­βω ἀ­μέ­σως μιά τέ­τοι­α ὑ­ψη­λή καί ὑ­πεύ­θυ­νη ἀ­πο­στο­λή; Γι’ αὐ­τό καί μέ ὅ­λη του τή δύ­να­μη ἀν­τι­στέ­κε­ται. Ἀλ­λά ἡ ἐ­πι­μο­νή τῶν Ἀν­τι­ο­χέ­ων νι­κᾶ. Ὁ Ἐ­φραίμ ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά ὑ­πο­χω­ρή­σει, νά τό δε­χθεῖ ὡς φω­νή τοῦ Θε­οῦ πού τόν κα­λεῖ, κι ἔ­τσι χει­ρο­το­νεῖ­ται ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος καί πα­τριά­ρχης Ἀντιο­χεί­ας. Ἀ­να­λαμ­βά­νει πλέ­ον ὡς ὑ­πεύ­θυ­νος ποι­μέ­νας τή δι­α­κυ­βέρ­νη­ση καί δι­α­ποί­μαν­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τήν ὁ­ποί­α τό­σο πο­λύ εἶ­χε ἀ­πό πρίν ἀ­γα­πή­σει.

Ἤ­δη ἐ­νώ­πιόν του ἀ­νοί­γε­ται στά­διο εὐ­ρύ, μιά πε­ρί­ο­δος νέ­ων προ­σπα­θει­ῶν καί ἀ­γώ­νων. Ἡ αἵ­ρε­ση τῶν Μο­νο­φυ­σι­τῶν μα­στί­ζει τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Ὑπάρ­χει σο­βα­ρός κίν­δυ­νος νά μο­λυν­θοῦν ἀ­π’ αὐ­τήν καί τά πρό­βα­τα τῆς ποί­μνης του. Γι’ αὐ­τό καί στέ­κε­ται φρου­ρός ἄ­γρυ­πνος καί ὑ­πε­ρα­σπι­στής τοῦ ποι­μνί­ου του. Συγ­γρά­φει εἰ­δι­κό σπου­δαῖ­ο σύγ­γραμ­μα ἐ­ναν­τί­ον τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Μέ ἁ­πλά, ἀλ­λά δυ­να­τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἀ­πο­δει­κνύ­ει πλενε­μέ­­νες τίς θέ­σεις καί δο­ξα­σί­ες τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Ἐ­πι­σκέ­πτε­ται αὐτοπρο­σώ­πως ὁ ἴ­διος τους κλη­ρι­κούς καί μο­να­χούς του, τούς ἐκ­θέ­τει τόν κίν­δυ­νο, τούς ἀ­να­πτύσ­σει τήν ἀ­λή­θεια καί τούς ὑ­πο­δει­κνύ­ει πῶς νά ἀ­σφα­λί­σουν κι αὐτοί τό ποί­μνιο τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­λους τους κα­τα­το­πί­ζει. Ὅ­λους τούς προ­φυ­λάσ­σει. Κο­πιά­ζει βε­βαί­ως. Τό θε­ω­ρεῖ ὅ­μως κα­θῆ­κον του ὑ­ψη­λό κι ἐ­πι­τα­κτι­κό. Δι­ό­τι ποι­ός κα­λός ποι­μέ­νας δέν καταβάλ­λει κό­πους γιά νά ἀ­σφα­λί­σει τό ποί­μνιό του ἀ­πό κά­θε βα­ρύ λύ­κο πού ἔρ­χε­ται νά κατασπαράξει τά πρό­βα­τα; (Πράξ. κ΄ 29).

Ὅ­μως δέν ἀρ­γεῖ νά πλή­ξει τήν Ἀν­τι­ό­χεια καί ἄλ­λη με­γά­λη συμ­φο­ρά. Νέ­ος ἰσχυ­ρός σει­σμός σεί­ει τήν πό­λη. Οἱ κά­τοι­κοι μέ θρή­νους πολ­λούς ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τήν πό­λη καί φεύγουν στήν ὕ­παι­θρο. Ἀ­γω­νί­α καί ἀ­γα­νά­κτη­ση τούς δι­α­κα­τέ­χει. Καί ὁ Ἐ­φραίμ δέν ὑ­στε­ρεῖ σέ θρῆ­νο. Κλαί­ει κι αὐ­τός καί πο­νᾶ γιά τή νέ­α με­γά­λη θλί­ψη. Ἀλ­λά δέν κάμ­πτε­ται. Στέ­κε­ται καί πά­λι κον­τά στό ποί­μνιό του πα­ρή­γο­ρος καί βο­η­θός. Ἐ­πι­στρα­τεύ­ει τούς πλού­σιους πο­λί­τες τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας. Αὐ­τούς, τῶν ὁ­ποί­ων ἡ πε­ρι­ου­σί­α δέν κα­τα­στρά­φη­κε ἀ­πό τούς σει­σμούς. Τούς μι­λᾶ γιά τό ἱ­ε­ρό τούς κα­θῆ­κον στή δύ­σκο­λη ἐ­κεί­νη πε­ρί­στα­ση. Γιά τήν ἀ­γά­πη πρός τόν Χρι­στό καί τούς ἀ­δελ­φούς του. Καί τούς συγ­κι­νεῖ. Μα­ζί τους, χω­ρίς δι­α­κο­πή, ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τούς πλη­γέν­τες. Μέ ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, τρο­φές καί σκε­πά­σμα­τα καί ἐν­δύ­μα­τα, ἀλ­λά καί πα­τρι­κούς θερ­μούς λό­γους τούς ἐν­θαρ­ρύ­νει, τούς ἐ­νι­σχύ­ει, τούς συμβου­λεύ­ει, τούς πα­ρη­γο­ρεῖ. Μέ πό­ση ἀ­να­κού­φι­ση βλέ­πουν οἱ Χρι­στια­νοί τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας τόν κα­λό τους ἐ­πί­σκο­πο νά συγ­κα­κο­πα­θεῖ μα­ζί τους! Μέ πό­ση χα­ρά καί καύ­χη­ση τόν ἀν­τι­κρύ­ζουν ὡς πα­τέ­ρα καί ἄ­ξιο ποι­μέ­να τους!

Δέ­κα ὀ­κτώ ἔ­τη ποί­μα­νε τήν ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραίμ ὁ Πα­τριά­ρχης. Δέ­κα ὀ­κτώ ἔ­τη δι­οι­κή­σε­ως, δι­δα­σκα­λί­ας, φι­λαν­θρω­πί­ας, ἀ­γώ­νων καί μό­χθου γιά τό ποί­μνιό του, τό ὁ­ποῖ­ο μέ τό­ση ἀ­φο­σί­ω­ση ὁ­δή­γη­σε «εἰς νο­μάς σω­τη­ρί­ους», κον­τά στόν Χρι­στό, τόν αἰ­ώ­νιο καί μο­να­δι­κό Ποι­μέ­να.

Γιά νά γί­νει πα­ρά­δειγ­μα σέ κά­θε ἐ­πο­χή, ὅ­τι τά με­γά­λα ἔρ­γα, οἱ ὑ­ψη­λές θέ­σεις καί μά­λι­στα τά ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ ἀ­παι­τοῦν κό­πους καί θυ­σί­ες. Ἀ­παι­τοῦν τόν ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χο καί ἐρ­γά­τη τῶν αὐ­τῶν ἔρ­γων ἀ­κού­ρα­στο καί ἄ­γρυ­πνο στό πλευ­ρό τῶν ἀν­θρώ­πων, στούς ὁ­ποί­ους τά­χθη­κε. Συμ­πα­ρα­στά­τη καί βο­η­θό καί ἐ­νι­σχυ­τή μέ­χρι θυ­σί­ας καί τῆς ζω­ῆς του ἀ­κό­μη.

Ἀπό τό βιβλίο «Ἀθλητές Στεφανηφόροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος κτήτορας τῆς Ἱ. Μονῆς Φανερωμένης στὴ Σαλαμῖνα

Γεννήθηκε στὰ Μέγαρα ἀπὸ τὸν Δημήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Παντρεύτηκε μὲ τὴν Βασίλω καὶ ἀπόκτησε δυὸ γιούς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Δημήτριο. Ἦταν γεωργὸς στὸ ἐπάγγελμα καὶ οἰκοδόμος. Μὲ ὑπόδειξη τῆς Θεοτόκου πῆγε στὴ Σαλαμῖνα, ὅπου βρῆκε τὴν σεπτὴ εἰκόνα της καὶ στὰ ἐρείπια παλιᾶς Μονῆς οἰκοδόμησε νέα (1682). Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ μετονομάστηκε σὲ Λαυρέντιος. Ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ καὶ ἡ γυναῖκα του, μετονομασθεῖσα σὲ Βασσιανή. Διὰ τῆς Θεοτόκου ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα καὶ πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 6 Μαρτίου 1707. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 7 Μαρτίου.

Οἱ Ἅγιοι Αἰμιλιανὸς ὁ Ρωμαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Μαριανός

Οἱ ἐν Ρώμῃ (+ 259).