Αποκάλ. γ΄8

ΚΕΙΜΕΝΟ

« Οἶδα σου τά ἔργα· – ἰδούδέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, ἥν οὐδείς δύναται κλεῖσαι αὐτήν· – ὅτι μικεάν ἔχεις δύναμιν, καί ἐτήρησάς μου τόν λόγον καί οὐκ ἠρνήσω τό ὄνομά μου»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Γνωρίζω τά ἔργα σου τά ἐπισκοπικά. Ἰδού ἔχω δώσει ἐμπρός σου θύραν πρός ἀνεμπόδιστον ἱεραποστολικήν δρᾶσιν, τήν ὁποίαν κανείς δέν ἠμπορεῖ νά τήν κλείσῃ. Σοῦ τήν ἤνοιξα ἐγώ, διότι σύ ἔχεις μικράν δύναμιν καί ὀλίγα μέσα διά τήν δρᾶσιν αὐτήν. Ἐφύλαξες ὅμως τόν λόγον μου καί δέν ἠρνήθης τό ὄνομά μου ἐν μέσῳ τοῦ διωγμοῦ, πού σέ ηὗρε» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα)

ΣΧΟΛΙΟ

    Δέν ἔγραψε μόνο παράπονα στίς ᾿Επιστολές Του πρός τίς ᾿Εκκλησίες τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας ὁ Κύριος. Δέν ἐξαπέλυσε μόνο μύδρους καί ἀπειλές. Δέν ἦτο δυσαρεστημένος ἀπό ὅλους ἐν γένει τούς ᾿Επισκόπους τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας. ᾿Εξέφρασε καί ἐπαίνους. ᾿Επῄνεσε καί ἐγκωμίασε αὐτούς πού ἦσαν πιστοί, ἄνθρωποι τοῦ καθήκοντος καί ἀγωνισταί τῆς ἀρετῆς.
    Τέτοια ἐπαινετική ἐπιστολή εἶναι ἡ ᾿Επιστολή πού ἐστάλη ἀπό τόν οὐρανό πρός τόν ᾿Επίσκοπο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας. Σ’ αὐτήν δέν ἐκφράζει ὁ Κύριος κανένα παράπονο, ὅπως ἀκριβῶς καί στήν ᾿Επιστολή πρός τόν ᾿Επίσκοπο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Σμύρνης.
    Γνωρίζω τά ἔργα σου, τοῦ γράφει. Τά γνωρίζω πολύ καλά ἐγώ, πού ἔχω τήν ἐξουσία νά κλείνω καί νά ἀνοίγω τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ῎Εχω ἀνοίξει λοιπόν καί τώρα ἐμπρός σου μία πύλη. «ἰδού δέδωκα ἐνώπιόν σου θύραν ἀνεῳγμένην, ἥν οὐδείς δύναται κλεῖσαι αὐτήν·  ὅτι μικράν ἔχεις δύναμιν…». «᾿Ιδού ἔχω δώσει ἐμπρός σου ἀνοικτήν  θύραν πρός ἀνεμπόδιστον ἱεραποστολικήν δρᾶσιν, τήν ὁποίαν κανείς δέν ἠμπορεῖ νά τήν κλείσῃ» (ΠΤ). Τήν ἄνοιξα ἐγώ, διότι ἐσύ εἶσαι ἀδύνατος. Παρά τίς μικρές δυνάμεις σου ὅμως ἔμεινες σταθερός στήν Πίστι καί δέν ἀρνήθηκες τό ῎Ονομά μου σέ καιρό θλίψεων καί διωγμῶν. Γνωρίζω, σάν νά τοῦ ἔλεγε, ὅτι δέν εἶσθε πολυάριθμοι στήν ᾿Εκκλησία σας, ὅτι δέν ἔχετε πολλά οἰκονομικά μέσα καί οὔτε διαθέτετε πολλά κατά κόσμον προσόντα. Καί ὅμως ἀντιμετωπίσατε μέ θάρρος φοβερούς καί ἰσχυρούς ἀντιπάλους, πού ἦσαν «συναγωγή τοῦ σατανᾶ». Κράτησε λοιπόν σύ, ᾿Επίσκοπε, καί ἡ ᾿Εκκλησία σου τόν θησαυρό τῆς Πίστεως καί ἀρετῆς πού διαθέτεις! Φύλαξέ τον καλά μέχρι τέλους· «κράτει ὅ ἔχεις», μέ σταθερότητα καί χωρίς κανένα συμβιβασμό, γιά νά μή πάρῃ κανείς ἄλλος τό στεφάνι πού σοῦ ἀνήκει.
    Τί ἔπαινοι ἀλήθεια! Τί ἐγκωμιαστικά λόγια τοῦ οὐρανοῦ πρός τήν γῆ! Ποιός δέν θά ποθοῦσε νά ἦταν μέλος αὐτῆς τῆς ᾿Εκκλησίας καί νά ἀκούῃ τέτοια θερμά λόγια ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου! Ποιός ᾿Επίσκοπος δέν θά ἤθελε νά ἦταν στήν θέσι ἐκείνου τοῦ ᾿Επισκόπου!
    Καί συνεχίζει ἡ ᾿Επιστολή· Αὐτόν πού θά ἀναδειχθῇ νικητής τοῦ κακοῦ θά τόν τιμήσω· θά τόν ἀναδείξω στῦλον τῆς ᾿Εκκλησίας μου. Θά γράψω ἐπάνω του τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὡς δεῖγμα ὅτι ἀνήκει σ᾿ ᾿Εκεῖνον, καί τό ὄνομα τῆς Βασιλείας Του, τῆς ὁποίας θά εἶναι αἰώνιος πολίτης (᾿Αποκ. γ´ 7-13).
    ῎Ας προσέξουμε ὅμως καλύτερα τό μήνυμα πού μεταδίδεται ἀπό τά λόγια τοῦ Κυρίου σχετικά μέ τήν πύλη γιά ἱεραποστολή, πού εἶχε ἀνοίξει ᾿Εκεῖνος ἐμπρός στήν ᾿Εκκλησία τῆς Φιλαδελφείας. Τήν ἄνοιξα ᾿Εγώ, γράφει στόν ᾿Επίσκοπό της, διότι δέν μποροῦσες νά τήν ἀνοίξῃς μόνος σου. ᾿Εσύ ἔχεις τήν προθυμία γιά δρᾶσι καί τήρησι τῶν λόγων μου, καί αὐτό εἶναι ἀρκετό. Μπορεῖς λοιπόν νά ἐργασθῇς, γιά νά διαδώσῃς τόν λόγο μου καί νά δοξάσῃς τό ῎Ονομά μου. «῾Ο δρόμος εἶναι ἀνοιχτός γιά δράση» (ΕΒ).
    Τί σημαίνουν αὐτά; ῞Οτι δέν χρειάζεται νά εἶσαι ἀπαραιτήτως ἰσχυρός κατά κόσμον, γιά νά ἀποδώσῃς στά ἔργα τῆς ᾿Εκκλησίας. Πάντα τήν πύλη τήν ἀνοίγει ὁ Κύριος. ᾿Εκεῖνος προπορεύεται καί ᾿Εκεῖνος μέ τήν Χάρι Του ἐνισχύει τούς ἐργάτες Του καί εὐλογεῖ τούς κόπους πού καταβάλλουν γιά τήν δόξα Του.
    ῾Η ῾Ιστορία καί ἡ πεῖρα τῆς ᾿Εκκλησίας βεβαιώνουν ὅτι στά πνευματικά θέματα, στά ἔργα τοῦ Θεοῦ, δέν ἰσχύουν τά δεδομένα τῆς Στατιστικῆς καί ἡ λογική τῶν ἀριθμῶν. ῾Η δύναμις τῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι ἐξωτερική καί κοσμική. Αὐτό ἄλλως τε εἶναι καί ἕνα ἀπό τά πολλά καί μεγάλα λάθη τοῦ ἀλαθήτου δῆθεν Πάπα, πού ἔγινε κοσμικός ἄρχων καί ὑπεβίβασε τήν ᾿Εκκλησία στήν τάξι τῶν κοσμικῶν κρατῶν καί δυνάμεων. ῾Η δύναμις τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἡ δύναμις τῶν ἡμέρων προβάτων, τά ὁποῖα ὅμως τελικῶς νικοῦν τούς ἰσχυρούς καί ἐξαγριωμένους λύκους.
    ᾿Από τήν ἀρχή τῆς ἐμφανίσεως καί δράσεως τῆς ᾿Εκκλησίας στόν κόσμο ἔγινε ὁλοφάνερο ὅτι δέν ἦσαν οἱ ἀνθρώπινες κυρίως δυνάμεις πού θά ἐπιτελοῦσαν τό ἔργο της. Τήν πύλη τήν ἄνοιξε ὁ Κύριος καί ῾Ιδρυτής Της. Οἱ δέ ἄνθρωποι πού ἐδιάλεξε γιά νά ἐπιτελοῦν καί συνεχίζουν τό ἔργο Του ἦσαν κάθε ἄλλο παρά ἐντυπωσιακοί κατά κόσμον. Δώδεκα ἄσημοι καί ἀγράμματοι ψαράδες. Γιά νά μή νομίζουν καί οἱ ἴδιοι ὅτι μέ τίς δικές τους δυνάμεις θά ἔκαμναν τό ἔργο στό ὁποῖο ἐκλήθησαν οὔτε νά φουσκώσουν ἀπό ἐγωϊσμό, ὅταν θά ἔβλεπαν τά θαυμαστά ἀποτελέσματα.
     Καί ἀνεμόρφωσαν τόν κόσμο, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «οὐχ ὅπλα κινήσαντες, οὐ χρήματα δαπανήσαντες, οὐδέ ρώμῃ σώματος, οὐδέ στρατοπέδων πλήθει… ἀλλά ρήματι ψιλῷ, ρήματι πολλήν δύναμιν ἔχοντι». Μέ μόνο ἐφόδιο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν λόγο ὅμως τοῦ παντοδυνάμου Κυρίου. Καί δι’ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τῶν «ἀγραμμάτων, ἰδιωτῶν, ἀγλώττων, ἀσήμων, οὐ πατρίδας (σπουδαίας) ἐχόντων, οὐ περιουσίας χρημάτων, οὐ προγόνων λαμπρότητα, οὐ λόγων ἰσχύν, οὐ ρητορείας δεινότητα», ἔφθασε ὁ σωστικός λόγος τοῦ Θεοῦ στά πέρατα τοῦ κόσμου (ΕΠΕ 34, 34. 72). Γιατί εἶχαν μαζί τους πάντα ᾿Εκεῖνον πού ἄνοιγε τίς καρδιές γιά νά δεχθοῦν τό μήνυμα τῆς σωτηρίας.
     Τό ἐτόνισε καί ὁ φλογερός ᾿Απόστολος τῶν ᾿Εθνῶν, ὁ θεοκίνητος ἅγιος Παῦλος, ὅτι δέν ἐξαρτᾶται τό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς ἐξωτερικές καί κατά κόσμον θεωρούμενες σπουδαῖες δυνάμεις. «…τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός», γράφει, «ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ, καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά, καί τά ἀγενῆ τοῦ κόσμου καί τά ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καί τά μή ὄντα, ἵνα τά ὄντα καταργήσῃ» (Α´ Κορ. α´ 27-28).
     Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀδελφέ μου. Αὐτό βεβαιώνεται καί ἀπό τήν δρᾶσι τῆς ᾿Ορθοδόξου ῾Ιεραποστολῆς στήν ᾿Αφρική, στήν ᾿Ασία, στήν ᾿Αλάσκα στίς μέρες μας, ὅπου οἱ φαινομενικῶς ἀδύνατοι, μικροί καί πτωχοί ᾿Ορθόδοξοι ῾Ιεραπόστολοι ἑλκύουν τίς ψυχές τῶν καλοδιαθέτων στό Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καί πάλι ὁ Κύριος, πού ἀνοίγει καί τώρα τήν πύλη γιά νά «τρέχῃ καί δοξάζηται» (Β´ Θεσ. γ´ 1) ὁ λόγος Του ἀπό ἀνθρώπους πού τόν διαδίδουν μέ αὐταπάρνησι καί ἡρωϊσμό ψυχῆς. Διότι αἰσθάνονται ὅτι εἶναι μαζί τους ὁ παντοκράτωρ Κύριος καί εὐλογεῖ τόν ἱερό κόπο τους, πρός δόξαν Του. ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ.Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως).