ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (26/2)

Σήμερα 26/2 εορτάζουν:

  • Όσιος Πορφύριος επίσκοπος Γάζης
  • Αγία Φωτεινή η Μεγαλομάρτυς η Σαμαρείτιδα
  • Αγία Ανατολή
  • Αγία Φωτώ
  • Αγία Φωτίς
  • Αγία Παρασκευή
  • Αγία Κυριακή
  • Άγιος Φωτεινός
  • Άγιος Ιωσής
  • Άγιος Σεβαστιανός ο δούκας
  • Άγιος Βίκτωρ
  • Άγιος Χριστόδουλος
  • Άγιος Ιωάννης ο Κάλφας ο Νεομάρτυρας
  • Μνήμη χειροτονίας Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σε πρεσβύτερο
  • Άγιος Νικόλαος ο Κατοπινός
  • Άγιος Θεόκλητος ο φαρμακός
  • Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου του Μεζχέτσκ εν Κιέβω Ρωσίας
  • Όσιος Σεβαστιανός του Ποσεσόνε

Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ἐπίσκοπος Γάζης

Agios-Porfyrios-Gazis

Δύ­να­μη με­γά­λη γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­νά τούς αἰ­ῶ­νες οἱ κλη­ρι­κοί καί μά­λι­στα οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὅ­ταν αὐ­τοί ἐμ­πνέ­ον­ται ἀ­πό τά ἱ­ε­ρά δόγ­μα­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας, ἀ­πό θεῖ­ο ζῆ­λο καί συγ­χρό­νως πα­ρου­σιά­ζουν ζω­ή ἁ­γί­α καί δη­μι­ουρ­γι­κή. Τό­τε κα­θο­δη­γοῦν καί δι­δά­σκουν τούς πι­στούς, ἀλ­λά καί γί­νον­ται σε­βα­στοί ἀ­πό φί­λους καί ἐ­χθρούς, ἀ­πό ἄρχον­τες καί ἀρ­χο­μέ­νους. Εἶ­ναι φῶ­τα πνευ­μα­τι­κά, πού φω­τί­ζουν τήν κοι­νω­νί­α. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Γά­ζης Πορ­φύ­ριος συγ­κεν­τρώ­νει ὅ­λα αὐ­τά τά με­γά­λα καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στα προσόντα.

Ἀ­πό τήν πό­λη τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, τή Θεσ­σα­λο­νί­κη κα­τα­γό­ταν ὁ Ἅ­γιος καί εἶ­χε τό προ­νό­μιο νά γεν­νη­θεῖ ἀ­πό γο­νεῖς πλου­σί­ους. Πλου­σί­ους τό­σο στά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, ὅ­σο καί στά πνευ­μα­τι­κά. Ὅ­μως ὁ Πορ­φύ­ριος ἀ­πό τήν πρώ­τη του ἡ­λι­κί­α δέν ἑλ­κύ­σθη­κε ἀ­πό τά ὑ­λι­κά άγαθά, χρή­μα­τα καί κτή­μα­τα. Ἑλ­κύ­σθη­κε μέ τρό­πο θαυ­μα­στό καί ἐν­τυ­πω­σια­κό ἀ­πότόν πνευ­μα­τι­κό θη­σαυ­ρό τῶν γο­νέ­ων του, τήν εὐ­λά­βεια καί τήν ἀ­γά­πη πρός τόν Κύ­ριο, τόν ὁ­ποῖ­ο κι αὐ­τός ἀ­γά­πη­σε «ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς καί τῆς καρ­δί­ας». Πα­ρα­δό­θη­κε σ’ αὐ­τόν μέ ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη. Ὡ­ραῖ­α τό ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνω­δός: «Ὅ­λον ἀ­πό σπάρ­γα­νων σε­αυ­τόν Κυ­ρί­ω προ­σα­νέ­θη­κας καί αὐ­τῷ ἐ­κολ­λή­θης καί ψυ­χῇ καί καρ­δί­ᾳ».

Ἡ εἰ­δι­κή κλή­ση τοῦ Θε­οῦ ὁ­δή­γη­σε τά βή­μα­τα τοῦ Πορ­φυ­ρί­ου νω­ρίς στήν Αἴ­γυ­πτο, γιά νά γνω­ρί­σει τήν ἐ­κεῖ μο­να­στι­κή πο­λι­τεί­α καί νά κα­ρεῖ μο­να­χός. Καί ἦ­ταν τό­τε ἡ Αἴ­γυ­πτος μέ τίς πάμ­πολ­λες ἐ­κεῖ ἱ­ε­ρές Μο­νές πραγ­μα­τι­κό πα­νε­πι­στή­μιο γιά τόν Πορ­φύ­ριο καί τοῦ ἔ­δω­σε τήν εὐ­και­ρί­α νά ἐμ­βα­θύ­νει κα­λύ­τε­ρα στήν ἀ­λή­θεια καί τά δόγ­μα­τα τῆς πί­στε­ως καί νά σπου­δά­σει τήν ἁ­γί­α ζω­ή τῶν ὁ­σί­ων μο­να­χῶν. Με­τά ἀ­πό πεν­τα­ε­τῆ εὐ­λα­βι­κή μα­θη­τεί­α στήν ἔ­ρη­μο ἔρ­χε­ται στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ὅ­που ὁ Πα­τριά­ρχης Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων Πρα­ΰ­λιος τόν χει­ρο­το­νεῖ πρε­σβύ­τε­ρο καί ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Και­σα­ρεί­ας Ἰ­ω­άν­νης καί οἱ γύ­ρω του Ἱ­ε­ράρ­χες, τόν προ­ά­γουν Ἐ­πί­σκο­πο Γά­ζης. Ἡ Γά­ζα ἦ­ταν μιά  πό­λη τῆς Πα­λαι­στί­νης πού ἀ­πέ­χει 5 χι­λι­ό­με­τρα ἀ­πό τήν Με­σό­γει­ο θά­λασ­σα. Κι ἔ­τσι κα­τά τόν ἱ­ε­ρό ὑ­μνω­δό «τῇ λυ­χνίᾳ ἐ­τέ­θη ἄ­ξιος ἐρ­γά­της».

Ἑ­τοι­μα­σμέ­νος πλέ­ον με­τά ἀ­πό πο­λυ­ε­τῆ μα­θη­τεί­α ὁ νέ­ος Ἐ­πί­σκο­πος, ἀ­να­λαμ­βά­νει τό ἔρ­γο του μέ ζῆ­λο, ἀλ­λά καί μέ τήν θερ­μή πα­ρά­κλη­ση στήν πη­γή κά­θε ἀ­γα­θοῦ, τόν Κύ­ριο (Ἰ­ακ. α΄ 17), νά τόν ἐ­νί­σχυ­σει «νά πε­ρι­πα­τή­σει ἀ­ξί­ως τῆς ὑ­ψη­λῆς καί ὑ­πευ­θύ­νου κλή­σε­ώς του» (Ἐ­φεσ. δ΄ 1). Σέ δυ­ό κυ­ρί­ως το­μεῖς στρέ­φει τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του ὁ Πορ­φύ­ριος. Ὁ πρῶ­τος: Νά δι­δά­ξει τά πι­στά τέ­κνα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί νά τά δι­α­σφά­λι­σει μέ­σα στή ζω­ή καί τά δόγ­μα­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Καί ὁ δεύ­τε­ρος: Νά ὁ­δη­γή­σει στήν πί­στη τούς εἰδωλολά­τρες πού βρί­σκον­ταν ἀ­κό­μη μα­κριά ἀ­πό τήν ἀ­λή­θεια, ἀλ­λά καί τούς αἱ­ρε­τι­κούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι δροῦ­σαν μέ τρό­πο προ­κλη­τι­κό καί ἐ­πι­κίν­δυ­νο. Καί ἐρ­γά­σθη­κε ὁ Ἅ­γιος μέ ὅλες του τίς δυ­νά­μεις, ὅ­πως τό ση­μει­ώ­νει καί ὁ ὑ­μνο­γρά­φος: «Ρά­βδῳ τῶν δογ­μά­των σου ἐ­πί νο­μάς ζω­ῆς τήν ἱ­ε­ράν ποί­μνην σου ποι­μά­νας, τῷ Θε­ῷ εὐ­η­ρέ­στη­σας». Ἀλ­λά καί θαύ­μα­τα τόν ἀ­ξί­ω­σε ὁ Θε­ός νά κά­νει, ὅ­σο ἀ­κό­μη ζοῦ­σε. Μέ τά θαύ­μα­τα αὐ­τά οἱ πι­στοί οἰ­κο­δο­μοῦν­ταν πο­λύ, ἀλ­λά καί οἱ ἄ­πι­στοι ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζον­ταν καί νά γί­νον­ταν ἐ­πι­δε­κτι­κοί: «Θαύ­μα­σι πλεί­στοις καί ση­μεί­οις κα­τε­κό­σμη­σε τόν βί­ον σου ὁ Χρι­στός».

Ὅ­μως κά­πο­τε πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στή Γά­ζα ἕ­να με­γά­λο πρό­βλη­μα. Οἱ ἐ­κεῖ κρα­τι­κοί ὑ­πάλ­λη­λοι, ἐ­θνι­κοί κυ­ρί­ως καί αἱ­ρε­τι­κοί, φέ­ρον­ταν μέ τρό­πο ἄ­δι­κο καί σκλη­ρό στούς Χριστιανούς. Καί πα­ρά τήν ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Ἐ­πι­σκό­που, πα­ρά τίς συ­νε­χεῖς πα­ρα­κλή­σεις, αὐ­τοί δέν πεί­θον­ταν. Ἀ­να­λαμ­βά­νει λοι­πόν ὁ κα­λός Ποι­μήν, ὁ Πορ­φύ­ριος, νά ζη­τή­σει πλέ­ον τό δί­και­ο ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν αὐ­το­κρά­το­ρα. Ἐ­πι­χει­ρεῖ ἕ­να τα­ξί­δι στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί μέ τήν με­σο­λά­βη­ση τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Χρυ­σο­στό­μου γί­νε­ται δε­κτός ἀ­πό τήν βα­σί­λισ­σα Εὐ­δο­ξί­α. Ἦ­ταν ἐ­πο­χή, πού ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος δέν εἶ­χε συγ­κρου­σθεῖ ἀ­κό­μη μέ τήν Εὐ­δο­ξί­α. Φω­τι­σμέ­νος ἀ­πό τόν Θε­ό ὁ Πορ­φύ­ριος προ­έ­βλε­ψε καί προ­α­νήγ­γει­λε στή βα­σί­λισ­σα ὅ­τι τό παι­δί πού πε­ρί­με­νε θά ἦ­ταν ἀ­γό­ρι. Κι ὅ­ταν αὐτό πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε καί γέν­νη­σε τόν Θε­ο­δό­σιο τόν μι­κρό, γέ­μι­σε μέ χα­ρά τό­σο ἡ Εὐ­δο­ξί­α, ὅ­σο καί ὁ αὐτοκρά­τωρ Ἀρ­κά­διος (395 – 408). Χα­ρά, ἀλ­λά καί ἐμ­πι­στο­σύ­νη καί ἀ­γά­πη καί θαυ­μα­σμό πρός τόν Ἐ­πί­σκο­πο Γά­ζης, στόν ὁ­ποῖ­ο καί πα­ρε­χώ­ρη­σαν ἀ­μέ­σως ὡς δῶ­ρο ὅ,τι αὐτός ζη­τοῦ­σε κι ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα.

Ὁ Ἀρ­κά­διος πα­ρέ­δω­σε γράμ­μα στόν Πορ­φύ­ριο, δι­α­μέ­σου τοῦ ὁ­ποί­ου τα­κτο­ποι­οῦν­ταν μό­νι­μα πλέ­ον τό θέ­μα τῶν κρα­τι­κῶν ὑ­παλ­λή­λων τῆς Γά­ζης. Ἡ Εὐ­δο­ξί­α ἐ­ξάλ­λου ἔ­δω­σε στόν Ἐ­πί­σκο­πο δυ­ό κεν­τη­νά­ρια χρυ­σοῦ (χρυ­σά­φι βά­ρους δι­α­κο­σί­ων λί­τρων, δη­λα­δή 64 κι­λῶν) γιά τήν ἀ­νέ­γερ­ση Ὀρ­θο­δό­ξου Να­οῦ, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί δι­α­κό­σια νο­μί­σμα­τα γιά τά ὑ­πό­λοι­πα ἔ­ξο­δα. Μέ χα­ρά πολ­λή ὁ κα­λός Ποι­μήν, ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Πορ­φύ­ριος ἐ­πέ­στρε­ψε στή Γά­ζα καί ἀ­νέ­λα­βε νά ἐ­κτε­λέ­σει τά ὅ­σα τό αὐ­το­κρα­το­ρι­κό ζεῦ­γος τόν εὐ­κό­λυ­νε νά ἐ­κτε­λέ­σει. Ἀ­νή­γει­ρε ἕ­ναν πε­ρι­καλ­λῆ χρι­στι­α­νι­κό Να­ό μέ σχέ­διο πού εἶ­χε κα­θο­ρί­σει ἡ βα­σί­λισ­σα. Γε­μά­τοι χα­ρά, ὅλοι μαζί, ποι­μέ­νας καί ποί­μνιο, πα­νη­γύ­ρι­σαν τή νέ­α δω­ρε­ά τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά ἰ­δι­αι­τέ­ρως οἱ Χρι­στια­νοί εἶ­δαν γιά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Ἐ­πι­σκό­που τους, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­βλή­θη­κε σέ τό­σους κό­πους γιά νά ἔλ­θει τό πο­θη­τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

Ὁ ἅ­γιος Ἐ­πί­σκο­πος τῆς Γά­ζης Πορ­φύ­ριος ποί­μα­νε θε­ο­φι­λῶς τήν Ἐ­πι­σκο­πή του ἐ­πί 25 πε­ρί­που ἔ­τη καί τό ἔ­τος 420 με­τέ­στη εἰ­ρη­νι­κά γιά τή βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. «Ἐκ τῆς γῆς τό πορ­φυ­ρί­ζον ἀν­θός ὡς Χριστοῦ εὐ­ω­διά με­τε­φυ­τεύ­θη εἰς τούς κή­πους τοῦ Πα­ρα­δεί­σου». Εἶ­ναι πο­λύ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νη ἡ ἐ­πι­γρα­φή, ἡ ὁ­ποί­α καί συ­νο­ψί­ζει τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὅ­λης της δι­α­κο­νί­ας του: «Ἥ­λιον ἔ­γνω τόν Χρι­στόν, ὁ­λο­λαμ­πής ἀ­στήρ ἐ­χρη­μά­τι­σεν».

Αὐ­τοί εἶ­ναι οἱ ἄ­ξιοι κλη­ρι­κοί καί μά­λι­στα οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­κο­νοῦν, ἐμ­πνέ­ουν, οἰ­κο­δο­μοῦν. Καί δό­ξα τῷ Θε­ῷ, δέν λεί­πουν καί ἀ­πό τή ση­με­ρι­νή μας ἐ­πο­χή!

Ἀπό τό βιβλίο «Ἔνθεοι Σάλπιγγες»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ἡ Ἁγία Φωτεινή ἡ Σαμαρείτιδα, Μεγαλομάρτυς

26.-Agia-Foteini

Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με τή Σα­μα­ρεί­τι­δα, γιά τήν ὁ­ποί­α μᾶς μι­λᾶ τό ἐ­κτε­νές ἱ­ε­ρό εὐ­αγ­γε­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα τῆς πέμ­πτης Κυ­ρια­κῆς με­τά τό Πά­σχα (Ι­ω. δ 542). Εἶ­ναι ἡ γυ­ναί­κα ἐ­κεί­νη, ἡ ὁποί­α «ἦλ­θεν εἰς τό φρέ­αρ (πη­γά­δι) τοῦ Ι­α­κώβ ἀν­τλῆ­σαι ὑ­δωρ». Ἐκεῖ βρή­κε κα­θι­σμέ­νο καί κου­ρα­σμέ­νο ἀ­πό τήν ὀ­δοι­πο­ρί­α τόν Κύ­ριο, μό­νο του, δι­ό­τι οἱ μα­θη­τές εἶ­χαν πά­ει στήν δι­πλα­νή πό­λη, γιά νά προ­μη­θευ­θοῦν τίς πτω­χι­κές τρο­φές τους. Τό­τε ἀρ­χι­σε ἡ στι­χο­μυ­θί­α με­τα­ξύ τοῦ εὐ­σπλαγ­χνι­κοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος «ἦλ­θε ζη­τή­σαι καί σῶ­σαι τό ἀπολω­λός» (Λουκ. ιθ΄ 10), καί τοῦ ἀ­πο­λω­λό­τος προ­βά­του, τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς ἐ­κεί­νης γυ­ναίκας. Στι­χο­μυ­θί­α ἱ­ε­ρή, μέ ἐ­ρω­τή­σεις καί ἀ­παν­τή­σεις, ἐ­ξη­γή­σεις καί ἀ­πο­κα­λύ­ψεις θεί­ων ἀ­λη­θει­ῶν. Αὐ­τά ὅ­λα μέ ἱ­ε­ρή κα­τά­νυ­ξη καί πε­ρισ­σή εὐ­λά­βεια πα­ρα­κο­λού­θη­σε ἡ δι­ψα­σμέ­νη ψυ­χή τῆς Σα­μα­ρεί­τι­δος. Με­τα­ξύ τῶν με­γά­λων αὐ­τῶν ἀ­λη­θει­ῶν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καί ἡ ἀ­πο­κά­λυ­ψη γιά τό τί εἶ­ναι ὁ Θε­ός, ποῦ καί πῶς αὐ­τός πρέ­πει νά λα­τρεύ­ε­ται. «Ἔρ­χε­ται ὥ­ρα, καί νῦν ἐ­στί», δι­α­κή­ρυ­ξε ὁ Κύ­ριος, «ὅ­τε οἱ ἀ­λη­θι­νοί προ­σκυ­νηταί προ­σκυ­νή­σου­σι τῷ Πα­τρί ἐν πνεύ­μα­τι καί ἀ­λή­θειᾳ». «Πνεῦ­μα ὁ Θε­ός, καί τούς προ­σκυ­νοῦν­τας αὐ­τόν ἐν πνεύ­μα­τι καί ἀ­λη­θείᾳ δεῖ προ­σκυ­νεῖν». Καί ἄλ­λη ἀ­κό­μη ἔκ­πλη­ξη καί ἀ­πο­κά­λυ­ψη γιά τή Σα­μα­ρεί­τι­δα, ὅ­τι αὐ­τός, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο τήν ὥ­ρα ἐ­κεί­νη μι­λοῦ­σε, ἦ­ταν ὁ Μεσ­σί­ας, τόν ὁποῖο μέ ἀ­γω­νί­α καί ἱ­ε­ρή προσ­δο­κί­α πε­ρί­με­νε ἐ­πί αἰ­ῶ­νες ὅ­λη ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα. Αὐ­τή ἡ συζήτη­ση γέν­νη­σε στή γυ­ναί­κα θαυ­μα­σμό πρός τό πά­να­γνο πρό­σω­πο τοῦ θεί­ου συ­ζη­τη­τῆ της καί συγ­χρό­νως ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀλ­λοί­ω­ση. Καί ἡ ἀλ­λοί­ω­ση αὐ­τή ὀ­δή­γη­σε σέ εἰ­λι­κρι­νή με­τά­νοι­α, ὅ­ταν μά­λι­στα τῆς ἀ­πε­κά­λυ­ψε ὁ Παν­το­γνώ­στης καί τό ἀ­μαρ­τω­λό πα­ρελ­θόν της καί τήν ἐ­νο­χή της ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ.

Κα­τα­νύσ­σε­ται ἡ Σα­μα­ρεί­τι­δα. Δέν ἀρ­κεῖται ὅ­μως μέ­χρι ἐ­δῶ. Αὐ­τά πού αἰ­σθάν­θη­κε ἡ ἰ­δί­α, αὐ­τά πού συγ­κί­νη­σαν τήν ψυ­χή της ἐ­πι­θυ­μεῖ νά τά με­τα­δώ­σει καί στούς οἰ­κεί­ους καί τούς συμ­πα­τρι­ώ­τές της. Ἀ­φή­νει λοι­πόν τήν ὑ­δρί­α, τή στά­μνά της, καί σπεύ­δει καί κα­λεῖ: «Δεῦ­τε ἴ­δε­τε ἄν­θρω­πον, ὅς εἶ­πε μοι πάν­τα ὅ­σα ἐ­ποί­η­σα- μή­τι οὗ­τος ἐ­στίν ὁ Χρι­στός;» Τό­σος μά­λι­στα ἦ­ταν ὁ ἐν­θου­σια­σμός της καί τό­ση ἡ πει­στι­κό­τη­τα μέ τήν ὁ­ποί­α μί­λη­σε, ὥ­στε χω­ρίς καμ­μί­α ἐ­πι­φύ­λα­ξη καί κα­θυ­στέ­ρη­ση οἱ κά­τοι­κοι «ἐ­ξῆλ­θον ἐκ τῆς πό­λε­ως καί ἤρ­χον­το πρός αὐ­τόν». Κι ὅ­ταν κι αὐ­τοί μέ ἔκ­πλη­ξη δι­α­πί­στω­σαν ὅ,τι καί ἡ συμ­πα­τρι­ώ­τισ­σά τους μαρ­τύ­ρη­σε, τό­τε «πολ­λοί ἐ­πί­στευ­σαν εἰς αὐ­τόν τῶν Σα­μα­ρει­τῶν». Πό­ση κινητο­ποί­η­ση, πό­ση συγ­κί­νη­ση, πό­ση θαυ­μα­στή ἀλ­λα­γή μέ­σα σέ λί­γη ὥ­ρα! Τό­ση, ὥ­στε ὅ­λοι μα­ζί πα­ρα­κά­λε­σαν τόν Δι­δά­σκα­λο νά ἔλ­θει στήν πό­λη τους καί νά μεί­νει μα­ζί τους. Καί ἔ­μει­νε πράγ­μα­τι μα­ζί μέ τούς μα­θη­τές του ἐ­κεῖ δύ­ο μέ­ρες. Δύ­ο μέ­ρες γε­μά­τες μέ τό κή­ρυγ­μα τῆς ἀ­λη­θεί­ας. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι ἀν­τί­κρυ­σαν τό ἔκ­πα­γλο φῶς τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης καί ἁ­γι­ό­τη­τος. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται καί ὁ λό­γος, τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­παν: «αὐ­τοί ἀ­κη­κό­α­μεν, καί οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τος ἐ­στίν ἀ­λη­θῶς ὁ σω­τήρ τοῦ κό­σμου ὁ Χρι­στός».

Ἡ ἱ­ε­ρή ἱ­στο­ρί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου φθά­νει μέ­χρις ἐ­δῶ. Μέ­χρι τή στιγ­μή τῆς με­τα­νοί­ας τῆς Σα­μα­ρεί­τι­δος καί τῆς ἐν­θου­σι­ώ­δους ἰ­ε­ρα­πο­στο­λι­κῆς της δρά­σε­ως μέ τά θαυ­μα­στά ἀποτελέ­σμα­τα, πού εἴ­δα­με.

Ὅ­μως ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Σα­μα­ρεί­τι­δος ἔ­χει καί ἄλ­λη, θαύ-μα­στή συ­νέ­χεια. Σύμ­φω­να μέ τούς ἱε­ρούς Συ­να­ξα­ρι­στές, λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Φί­λιπ­πος καί στή συ­νέ­χεια οἱ ἀ­πό­στο­λοι Πέ­τρος καί Ἰ­ω­άν­νης ἐ­πι­σκέ­φθη­καν τή Σα­μά­ρεια (Πράξ. η΄­), ἡ Σα­μα­ρεί­τισ­σα μα­ζί μέ ὅ­λη της τήν οἰ­κο­γέ­νεια βα­πτί­σθη­κε κι ἔ­γι­νε Χρι­στια­νή. Πῆ­ρε τό ἐ­πί­ση­μο χριστιανικό ὄ­νο­μα Φω­τει­νή, μέ τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι πλέ­ον γνω­στή στό χρι­στι­α­νι­κό ἑ­ορ­το­λό­γιο. Ἀ­πό σκο­τει­νή, λό­γῳ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἔ­γι­νε καί ὀ­νο­μά­σθη­κε Φω­τει­νή! Ἐ­πί­σης καί οἱ οἰ­κεῖοι της: Οἱ ἀ­δελ­φές της Φω­τώ καί Φω­τίς καί Πα­ρα­σκευ­ή καί Κυ­ρια­κή καί Ἀ­να­το­λή. Καί τά παι­διά της Ἰ­ω­σῆς καί Φω­τει­νός. Ὅ­λοι μέ φω­τει­νά ὀ­νό­μα­τα καί φω­τει­νοί.

Ἀ­πό τό­τε ἡ Φω­τει­νή, ὁ­λό­τε­λα πιά ἀλ­λαγ­μέ­νη καί μέ ἀ­πό­λυ­τη πί­στη καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη στόν εὐ­ερ­γέ­τη Κύ­ριο, ἀ­νέ­λα­βε ἔρ­γο ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς με­τα­ξύ τοῦ γυ­ναι­κεί­ου κό­σμου μέ ἀποτε­λέ­σμα­τα θαυ­μα­στά, ὅ­σα χά­ρι­σε ὁ Θε­ός. Στή συ­νέ­χεια τήν βρί­σκου­με ἱ­ε­ρα­πό­στο­λο στήν Ἀ­φρι­κή καί ἀρ­γό­τε­ρα στή Ρώ­μη. Ἐ­δῶ στή Ρώ­μη κα­τόρ­θω­σε νά εἰ­σέλ­θει καί σ’ αὐτά τά βα­σι­λι­κά ἀ­νά­κτο­ρα, νά ἐ­πη­ρε­ά­σει, νά κα­τη­χή­σει καί νά κά­νει Χρι­στια­νή τήν Δο­μνί­να, τήν κό­ρη τοῦ αἱ­μο­βό­ρου δι­ώ­κτη Νέ­ρω­να καί ἀρ­κε­τές ἀ­πό τίς ὑ­πη­ρέ­τρι­ές της. Γι’ αὐ­τήν τήν ἰ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή της δρά­ση ὀ­νο­μά­σθη­κε καί ἱ­σα­πό­στο­λος.

Ἦλ­θε ὅ­μως και­ρός, πού ἡ ἱ­ε­ρα­πό­στο­λος καί ἱ­σα­πό­στο­λος Φω­τει­νή θά γί­νει καί Μάρ­τυς, Με­γα­λο­μάρ­τυς Χρι­στοῦ. Θά στε­φα­νω­θεῖ μέ τό ἀ­μα­ράν­τι­νο στε­φά­νι τῆς δό­ξας τοῦ μαρτυ­ρί­ου. Ἔ­πει­τα λοι­πόν ἀ­πό δι­α­τα­γή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος συ­νε­λή­φθη­κε μέ τόν γιό της Ἰ­ω­σῆ, καί στή συ­νέ­χεια καί οἱ ὑ­πό­λοι­ποι, καί ὁ­δη­γή­θη­καν ὅ­λοι στό μαρ­τύ­ριο. Ὑ­πέ­στη διά­φο­ρα μαρ­τύ­ρια, φυ­λά­κι­ση, φρι­κτούς ξυ­λο­δαρ­μούς, ρί­ψη σέ πη­γά­δι.­.. Τε­λι­κά ἡ Φω­τει­νή καί οἱ ἀ­δελ­φές της Φω­τώ, Πα­ρα­σκευή, Κυ­ρια­κή, Ἀ­να­το­λή, καί οἱ γιοί της, ὁ Ἰ­ω­σῆς καί ὁ Φω­τει­νός, «ξί­φει τε­λει­οῦν­ται». Ἡ Φω­τίς μά­λι­στα «εἰς δύ­ο προσ­δε­θεῖ­σα δέν­δρα καί δι­α­με­ρι­σθεῖ­σα, τε­λει­οῦ­ται».

Ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια, πι­στοί, ἱ­ε­ρα­πό­στο­λοι, Μάρ­τυ­ρες. «Αὕ­τη ἡ ἀλ­λοί­ω­σις τῆς δε­ξιᾶς τοῦ Ὑ­ψί­στου». Τούς ἐ­πι­σκέ­φτη­κε τό Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, δέ­χθη­καν μέ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τήν Χά­ρη, με­τα­βλή­θη­καν, ἔ­γι­ναν πα­ρά­γον­τες ἀ­να­γεν­νή­σε­ως στό κον­τι­νό καί στό μα­κρι­νό πε­ρι­βάλ­λον τους. Φώ­τι­σαν καί φω­τί­ζουν συ­νε­χῶς τούς πι­στούς μέ­σα στούς αἰ­ώ­νες. Φωτει­νοί ἄν­θρω­ποι μᾶς χρει­ά­ζον­ται καί σή­με­ρα. Ὁ Κύ­ριός μας ἄς μᾶς τούς χα­ρί­ζει.

Ἡ ἁ­γία μας Ἐκ­κλη­σί­α ψάλ­λει γιά τήν ἁ­γί­α με­γα­λο­μάρ­τυ­ρα καί ἰ­σα­πό­στο­λο Φω­τει­νή:

 Θεί­ῳ Πνεύ­μα­τι κα­ταυ­γα­σθεῖ­σα καί τοῖς νά­μα­σι κα­ταρ­δευ­θεῖ­σα, πα­ρά Χρι­στοῦ τοῦ Σω­τή­ρος, πα­νεύ­φη­με, τῆς σω­τη­ρί­ας τό ὕ­δωρ κα­τέ­πι­ες καί τοῖς δι­ψῶ­σιν ἀ­φθό­νως με­τέ­δω­κας, Με­γα­λο­μάρ­τυς καί Ἰ­σα­πό­στο­λε Φω­τει­νή, Χρι­στόν τόν Θε­όν ἱ­κέ­τευ­ε σω­θῆ­ναι τάς ψυ­χάς ἡμῶν.

 Ἀπό τό βιβλίο «Ἄνθη τοῦ Παραδείσου»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Ὁ Ἅγιος Θεόκλητος «ὁ φαρμακός»

Ἡ μνήμη του σημειώνεται στὸν Κώδικα τῶν Παρισίων 1578. Δὲν ἔχουμε βιογραφικά του στοιχεῖα, ἀλλὰ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ὑποθέτει, ὅτι ἴσως εἶναι ὁ μάγος ποὺ ἔδωσε στὴν Ἁγία Φωτεινὴ τὸ δηλητήριο καὶ πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ στὴ συνέχεια ἀποκεφαλίστηκε.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κάλφας, νεομάρτυρας

Μέ­σα στή με­γά­λη φά­λαγ­γα τῶν Νε­ο­μαρ­τύ­ρων, οἱ ὁ­ποῖ­οι μαρ­τύ­ρη­σαν στήν πε­ρί­ο­δο τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας ὑ­πέρ τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος, ἀ­νή­κει καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ γνω­στός ὡς κάλ­φας.

Ἦ­ταν ἐ­κλε­κτός τε­χνί­της λε­πτουρ­γός καί ἐρ­γα­ζό­ταν μέ πολ­λή εὐ­συ­νει­δη­σί­α στά ἀ­νά­κτο­ρα τοῦ σουλ­τά­νου. Καί ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἱ­κα­νός καί ἐ­πι­τή­δει­ος στήν τέ­χνη καί ἀ­γα­θός στήν ψυ­χή, τόν προ­τι­μοῦ­σαν πολ­λοί ἀ­γά­δες καί τοῦ ἐμ­πι­στεύ­ον­ταν καί ἄλ­λες ἰ­δι­ω­τι­κές τους ἐρ­γα­σί­ες. Καί αὐ­τός ἐκ­πλή­ρω­νε πάν­το­τε τό κα­θῆ­κον του ὡς φι­λό­τι­μος καί πι­στός καλ­λι­τέ­χνης. Ἐ­φάρ­μο­ζε ἄλ­λω­στε πά­νω στά πράγ­μα­τα τόν λό­γο τοῦ Ἀ­πο­στό­λου: «ἐκ ψυ­χῆς ἐρ­γά­ζε­σθε ὡς τῷ Κυ­ρί­ῳ καί οὐκ ἀν­θρώ­ποις» (Κολ. γ΄ 23).

Ἡ ἀ­γα­θή καί καλ­λι­ερ­γη­μέ­νη ψυ­χή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου δέν πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν μό­νο στή βι­ο­πο­ρι­στι­κή ἐρ­γα­σί­α. Ὡς πι­στός Χρι­στια­νός καί ἁ­γνός Ἕλ­λη­νας, μέ­σα στά χρό­νια τῆς μαύ­ρης δουλεί­ας ἀ­νέ­πτυ­ξε θαυ­μα­στή ἀ­γα­θο­ερ­γή δρά­ση. Γε­μά­τος ἀ­γά­πη πρό­σφε­ρε ἀ­πό τά χρή­μα­τά του στίς πτω­χι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες καί μά­λι­στα στά ὀρ­φα­νά, γιά νά ἔ­χουν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα νά ζή­σουν. Ἐ­πι­σκε­πτό­ταν Χρι­στια­νούς ἀ­δι­κο­φυ­λα­κι­σμέ­νους καί φρόν­τι­ζε μέ τή δι­κή του πλη­ρω­μή νά ἀ­πο­φυ­λα­κί­ζον­ται καί νά ἐ­πα­νέρ­χον­ται στά σπί­τια τους. Τέ­τοι­ες ἀ­μέ­τρη­τες καί διάφορες κα­λω­σύ­νες ἦ­ταν τό κα­θη­με­ρι­νό του ἔρ­γο, τό ὁ­ποῖ­ο τα­πει­νά καί ἀ­θό­ρυ­βα ἐρ­γα­ζό­ταν. Ἦ­ταν ἡ κα­θη­με­ρι­νή πνευ­μα­τι­κή τρο­φή του, γιά τήν ὁ­ποί­α καί δό­ξα­ζε τόν Θε­ό, δι­ό­τι τόν ἀ­ξί­ω­νε νά ἔ­χει μιά τέ­τοι­α ἀ­πο­στο­λή καί τι­μή. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό γέ­μι­ζε τήν ψυ­χή του μέ τή χα­ρά τῆς ἀ­γα­θο­ερ­γί­ας, ἀλ­λά καί εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε καί ἀ­να­κού­φι­ζε τούς γύ­ρω του.

Ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α στήν ἐρ­γα­σί­α του καί ἡ ἀ­γα­θό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἐν­θάρ­ρυ­νε κά­ποι­ον Τοῦρ­κο νά τοῦ ζη­τή­σει ὡς ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση νά προσ­λά­βει ἕ­να συγ­γε­νῆ του νέ­ο, στήν ἐρ­γα­σί­α, νά τόν μά­θει τήν τέ­χνη καί τόν ἐ­ξα­σκή­σει σέ κα­λό λε­πτουρ­γό. Καί ὁ Ἰ­ω­άν­νης μέ τήν ἀ­γα­θή του δι­ά­θε­ση ὄ­χι μό­νο δέν ἀρ­νή­θη­κε, ἀλ­λά καί πέ­τυ­χε νά τόν προσ­λά­βουν τόν νέ­ο καί σ’ αὐ­τά τά ἀ­νά­κτο­ρα τοῦ σουλ­τά­νου. Καί ὁ νε­α­ρός μα­θη­τευ­ό­με­νος, μω­α­με­θα­νός ἔ­ξυ­πνος, κον­τά στόν δι­δά­σκα­λό του Ἰ­ω­άν­νη ἐ­ξε­λί­χθη­κε σέ ἐ­κλε­κτό τε­χνί­τη, ἀλ­λά καί, δυ­να­μι­κός ὅ­πως ἦ­ταν, κα­τόρ­θω­σε γρή­γο­ρα νά πά­ρει μέ­σα στά ἀ­νά­κτο­ρα θέ­ση καί ἀ­ξί­ω­μα ἀ­νώ­τε­ρο. Μέ­σα ὅ­μως στόν νε­α­ρό ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χο κρυ­βό­ταν πλοῦ­τος τουρ­κι­κῆς πο­νη­ριᾶς καί φανα­τι­σμοῦ, πού τόν ἀ­πε­κά­λυ­ψε, ὅ­ταν ἔ­μα­θε κα­λά τήν τέ­χνη καί κέρ­δι­σε τά ἀ­ξι­ώ­μα­τα.

Μέ τό πλα­στό ἐν­δι­α­φέ­ρον καί τήν ὑ­πο­κρι­τι­κή φι­λί­α ζή­τη­σε κά­ποι­α μέ­ρα ἀ­πό τό δά­σκα­λό του, τόν Χρι­στια­νό Ἰ­ω­άν­νη, νά τοῦ μι­λή­σει μέ εἰ­λι­κρί­νεια γιά τόν Μω­ά­μεθ. Νά τοῦ ἐμπιστευ­θεῖ ποι­ά γνώ­μη ἔ­χει ἡ θρη­σκεί­α τῶν Χρι­στια­νῶν γιά τόν Μω­ά­μεθ καί ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Ἡ με­γά­λη ἐ­πι­μο­νή τοῦ Ἀ­γα­ρη­νοῦ καί ἡ προ­σποι­η­τή ἔκ­φρα­ση ἐ­χε­μύ­θειας καί ἐμ­πι­στο­σύ­νης ἔ­πει­σε τόν Ἰ­ω­άν­νη νά τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τήν ἀ­λή­θεια· νά τοῦ μι­λή­σει μέ θερ­μό­τη­τα γιά τόν Χρι­στό ὡς τόν μό­νο ἀ­λη­θι­νό Θε­ό, γιά τόν Χρι­στι­α­νι­σμό ὡς τή μό­νη ἀληθι­νή θρη­σκεί­α, ἐ­νῶ τήν μω­α­με­θα­νι­κή ὡς κα­τα­σκεύ­α­σμα ἀν­θρώ­πι­νο.

Τό­τε ἦ­ταν πού ἡ προ­σποι­η­τή φι­λί­α τοῦ Ἀ­γα­ρη­νοῦ με­τα­βλή­θη­κε ἀ­μέ­σως σέ ἔ­χθρα. Χω­ρίς ἴ­χνος εὐ­γνω­μο­σύ­νης καί τι­μῆς πρός τόν δι­δά­σκα­λό του, πού ἦ­ταν καί ὁ αἴ­τιος τῆς ἀναδεί­ξε­ώς του, τόν ὁ­δη­γεῖ στόν Κρι­τή, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τή σει­ρά του, ὅ­ταν πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται τά γε­γο­νό­τα, τόν ὑ­πο­βάλ­λει σέ μαρ­τύ­ριο. Ἐ­πί ὥ­ρα πολ­λή μπρο­στά στόν προ­δό­τη ἀξιωμα­τοῦ­χο, πού πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ εὐ­χα­ρί­στη­ση, δέρ­νουν τόν Ἰ­ω­άν­νη ἀ­λύ­πη­τα καί τοῦ ζη­τοῦν νά βλα­σφη­μή­σει καί νά ἀρ­νη­θεῖ τήν πί­στη του. Κι ἐ­πει­δή αὐ­τός μέ­νει στα­θε­ρός, τόν κλεί­νουν στή φυ­λα­κή. Μέ­σα στή φυ­λα­κή δο­κι­μά­ζουν σει­ρά βα­σα­νι­στη­ρί­ων γιά νά τόν κάμ­ψουν. Τό παλ­λη­κά­ρι ὅ­μως τοῦ Χρι­στοῦ, δι­δαγ­μέ­νο ἀ­πό τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τήν ἱστορί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἀ­πό τή στα­θε­ρό­τη­τα τῶν ἄλ­λων ἀ­γω­νι­στῶν καί μαρ­τύ­ρων τῆς πί­στε­ως, μέ­νει ἀν­δρεῖ­ος στρα­τι­ώ­της τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς Πα­τρί­δος καί ὑ­ψώ­νει ὅ­σο μπο­ρεῖ ὑ­ψη­λό­τε­ρα, ὡς ση­μαί­α, τά ὑ­ψη­λά ἰ­δα­νι­κά του, ψάλ­λον­τας ὕ­μνους στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί τήν Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο.

Τόν ὁ­δη­γοῦν στή συ­νέ­χεια στή Μαύ­ρη Θά­λασ­σα καί ἐ­κεῖ ἐ­πί ἕ­ξι μῆ­νες καί σέ σκλη­ρές συν­θῆ­κες τόν ἀ­ναγ­κά­ζουν νά ἐρ­γά­ζε­ται σέ κα­τα­ναγ­κα­στι­κά βα­ριά ἔρ­γα. Ἕ­ξι μῆ­νες σκληροῦ μαρ­τυ­ρί­ου ὑ­πέ­με­νε ὁ Μάρ­τυς μέ προ­σευ­χή καί καρ­τε­ρί­α. Με­τά ἀ­πό τούς ἕ­ξι μῆ­νες ἀ­κο­λου­θεῖ καί πά­λι φυ­λά­κι­ση τρι­ῶν μη­νῶν μέ ἀλ­λε­πάλ­λη­λα βα­σα­νι­στή­ρια, ἕ­ως ὅτου ὁ δι­κα­στής καί οἱ ἄρ­χον­τες ἀν­τι­λή­φθη­καν, ὅ­τι δέν πετυχαίνουν τί­πο­τε. Ἔ­τσι τό ἀρ­γό μαρ­τύ­ριο τοῦ εὐ­λα­βοῦς λε­πτουρ­γοῦ θά δι­α­δε­χθεῖ τό τε­λει­ω­τι­κό. Στίς 26 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ ἔ­τους 1575 στό Ἐρ­γάτ Πα­ζάρ τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἐ­νῶ γύ­ρω συγ­κεν­τρώ­νε­ται πο­λύς κό­σμος, οἱ Τοῦρ­­κοι ἀ­πο­κε­φα­λί­ζουν τόν Ἰ­ω­άν­νη, τόν γνω­στό ὡς κάλ­φα, τόν Μάρ­τυ­ρα τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς στα­θε­ρό­τη­τος. Καί ὁ Κύ­ριος «τοῖς χο­ροῖς ἠ­ρίθ­μη­σε τῶν ἁ­γί­ων τήν μα­κά­ριαν ψυ­χήν».

Ἡ ἀ­γά­πη ἦ­ταν τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα τοῦ Μάρ­τυ­ρα. Ἀ­γά­πη πρός τόν Χρι­στό, τήν Πα­τρί­δα καί τούς ἀν­θρώ­πους, φί­λους καί ἐ­χθρούς. Αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη τήν ἔ­δει­ξε μέ­χρι θυσί­ας καί ἔ­γι­νε γιά ὅ­λους μας πα­ρά­δειγ­μα ἀ­γά­πης! 

Ἀπό τό βιβλίο «Φωστῆρες Ὑπέρλαμπροι»

Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Οἱ Ἁγίες Ἀνατολή, Φωτώ, Παρασκευή, Κυριακὴ καὶ Φωτίδα

Ἦταν ἀδελφὲς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ οἱ μὲν τέσσερις πρῶτες μαρτύρησαν διὰ ξίφους, τὴν δὲ πέμπτη ξέσχισαν ἀφοῦ τὴν ἔδεσαν σὲ δυὸ δένδρα.

Οἱ Ἅγιοι Φωτεινός, Ἰωσής, Σεβαστιανὸς ὁ δούκας, Βίκτωρ καὶ Χριστόδουλος

Οἱ δυὸ πρῶτοι ἦταν γιοὶ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Ὅλοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Κατοπινός

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye, χωρὶς καμιὰ ἄλλη πληροφορία, ἁπλὰ «μνήμη τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου τοῦ Κατοπινοῦ».