Ψαλμ. μη’ 18

Κυριακή 13 Ἰουνίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ

«Ὅτι οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτὸν λήψεται τὰ πάντα, οὐδὲ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ»

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

«Διότι, ὅταν θά ἀποθάνῃ, δέν θά παραλάβῃ μαζί του τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά, οὔτε ἡ δόξα του θά συγκαταβῇ μετ’ αὐτοῦ εἰς τόν τάφον καί δέν θά ἀκολουθήῃ αὐτόν καί μετά θάνατον» ( Ἀπό τήν ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας» , τ. 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΣΧΟΛΙΟ

    Ὁ Ψαλμὸς ποὺ ἀναφέρεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον στὴν πραγματικότητα τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς, εἶναι ὁ τεσσαρακοστὸς ὄγδοος.
    Κάνει λόγο καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν τριακοστὸ ἕκτο καὶ τὸν ἑβδομηκοστὸ δεύτερο γιὰ τὸ μέγα θέμα τῆς εὐτυχίας τῶν ἀσεβῶν.
    Καί ἀνάμεσα στὰ ἄλλα, ποὺ λέει γιὰ τὴν ἀστάθεια τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων καὶ γιὰ τὴν ἀδυναμία, ποὺ χαρακτηρίζει γενικὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, προσθέτει καί κάτι πολὺ χαρακτηριστικό. Καὶ ὁ πιὸ πλούσιος καὶ ὁ πιὸ δοξασμένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, λέει, δὲν μπορεῖ νὰ πάρη μαζί του τίποτε ἀπό τὰ πλούτη καὶ τὶς δόξες του, ὅταν πεθάνη. Μόλις πέση ἡ αὐλαία τοῦ Θεάτρου τῆς ζωῆς κι’ ἀνοίξη ἡ πραγματικὴ καί αἰώνια ζωὴ τοῦ μέλλοντος, θὰ παρουσιασθῆ φτωχός, ἄδοξος καί ἐλεεινός. «Ὅτι οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτὸν λήψεται τὰ πάντα, οὐδὲ συγκαταβήαεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ» (Ψαλμ. μη’ 18).
    Τὰ λόγια αὐτὰ βέβαια δὲν ἀφοροῦν μόνο τοὺς ἀσεβεῖς πλουσίους καί ἀξιωματούχους τῆς γῆς. Ἔχουν ἰσχὺ καὶ κύρος αἰώνιο καὶ γενικό. Εἶναι ἀλήθεια, ποὺ ἐφαρμόζεται σὲ κάθε ἄνθρωπο, σὲ ὅλους μας. Καί ὅλοι μας κινοῦμε καταφατικὰ τὸ κεφάλι μας, ὅταν τὰ ἀκοῦμε; κάπως βέβαια παραλλαγμένα καί στὴν Νεκρώσιμη Ἀκολουθία κάποιου γνωστοῦ ἡ συγγενοῦς μας. «Οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα, ἐπελθών γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται».
Τί παίρνει πράγματι μαζί του ἀπό τὰ πλούτη καὶ τὴ δόξα του ὁ ἄνθρωπος; Τί θὰ σκεπάση τὸ χῶμα στὰ δυὸ μέτρα γῆς τοῦ τάφου του; «Μόλις ἔνδυμα», ἀπαντᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὅλο κι’ ὅλο ἕνα ἔνδυμα, γιὰ τὸ ὁποῖο μάλιστα φροντίζουν ἄλλοι καὶ ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, ἀλλά γιά νὰ ἐκδηλώσουν τιμὴ καὶ σεβασμὸ πρὸς τὴν «ἀνθρώπινην φύσιν» (Ὁμ. εἰς μη’ Ψαλμ.).
    Ὅσο λαμπρότερα μάλιστα εἶναι τὰ ροῦχα, μὲ τὰ ὁποῖα περιβάλλεται ὁ νεκρός, ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τόσο πλουσιώτερο τραπέζι «παρασκευάζεται τῷ σκώληκι». Χαρίζεται καλύτερη τροφὴ στὰ σκουλήκια (Ὁμ. εἰς μη’ Ψαλμ.).
     Γυμνοὶ ἤλθαμε στὴ ζωή, γυμνοὶ καί φεύγουμε, ἔλεγε ὁ εὐλογημένος ἐκεῖνος Ἰώβ (α’ 21). Τίποτε δὲν φέραμε μαζί μας, ὅταν εἰσήλθαμε στὴν χώρα τῆς παρούσης ζωῆς, θὰ ἔλεγε καὶ σήμερα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι φανερὸ ἑπομένως ὅτι δὲν ἠμποροῦμε καὶ νὰ βγάλουμε τίποτε, ὅταν περνοῦμε τὰ σύνορα φεύγον¬τας γιὰ τὸν τόπο τῆς αἰωνιότητας. Μᾶς τὰ κρατοῦν ὅλα στὸ τελωνεῖο τοῦ τάφου (Α’ Τιμ. στ’ 7).
    Ποιὸς πραγματικὰ λογικὸς ἄνθρωπος ἀγνοεῖ αὐτὴ τὴν πασίγνωστη ἀλήθεια; Ποιὸς δὲν ξέρει ὅτι εἶναι «πρόσκαιρος ἡ δυναστεία» καὶ ὅτι μοιάζουν μὲ « σκιὰς καὶ ὀνείρατα τὰ χρήματα», ὅπως ἐλεγε πάλι ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος;
    Τὸ καταλαβαίνει καθένας μας, ἔστω κι ἂν ἐχη μέτριο καὶ κοινὸ λογικό. Δὲν χρειάζεται νὰ εἶσαι ἰδιοφυία, γιὰ νὰ καταλάβης ὅτι ὅλα στὸν κόσμο αὐτὸ καὶ ὡραιότης καὶ δόξα καὶ πλοῦτος μένουν ἐδῶ στὴ γῆ καὶ δὲν μᾶς συνοδεύουν στὴν πέραν τοῦ τάφου ζωή. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκτελωνισθοῦν καὶ νὰ μεταφερθοῦν στὸν οὐρανό.
    Τὰ πράγματα μιλοῦν μόνα τους. Μιλοῦν μάλιστα ξεχωριστὰ καὶ ἐντυπωσιακά, ὅταν ἀκούωνται οἱ πένθιμοι κτύποι τῆς καμπάνας ἤ δημοσιεύωνται τὰ ἀγγελτήρια τῶν κηδειῶν, ποὺ ὑπενθυμίζουν τὸ ταξίδι ποὺ δὲν ἔχει γυρισμό.
    Ὑπάρχουν βέβαια πολλοί, ποὺ δὲν μποροῦν, φαίνεται, νὰ πιάσουν τὰ μηνύματα αὐτὰ ἤ δὲν θέλουν ν’ ἀκούσουν αὐτό, ποὺ τοὺς λένε οἱ πένθιμες καμπάνες. Νομίζουν ὅτι θὰ τὰ πάρουν μαζί τους καὶ ρίχνονται στὸ ἀσταμάτητο κυνηγητὸ τοῦ πλούτου καὶ τῆς δόξης.
    Καί μοιάζουν ἔτσι σὰν νὰ μὴ ἔχουν μυαλὸ καὶ λογικό. Καί ἐφαρμόζεται σ’ αὐτοὺς αὐτό, ποὺ ἐπαναλαμβάνει δυὸ φορὲς στὸν Ψαλμὸ του ὁ Ψαλμωδός. Ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἐξομοιώνεται πολλὲς φορὲς μὲ τὰ κτήνη. Ζῆ ζωὴ χωρὶς σκέψι καί ἀνώτερα ἰδανικά. Γίνεται «ἄνους καὶ ἄφρων». Μαζεύει, μαζεύει πλούτη καὶ ταλαιπωρεῖται, γιὰ νὰ τ’ ἀφηση ἐπειτα σὲ «ἀλλότριους». Σὲ ξένα χέρια. Σὲ ἄλλους ποὺ θὰ γελοῦν πιθανὸν εἰς βάρος του.
    Πόσον ὡραία ὅμως θὰ γινόταν ἡ ζωή μας, ἂν ἀκούγαμε προσεκτικὰ τὴν διδακτικὴ φωνή, ποὺ ἀντηχεῖ ἀπό τούς σιωπηλοὺς τάφους! Πόσον εὐχάριστα θὰ κυλοῦσαν τὰ λίγα ἤ πολλὰ χρόνια μας, ἂν δὲν ξεχνούσαμε ὅτι δὲν μᾶς συνοδεύουν τὰ πλούτη καὶ οἱ δόξες τῆς γῆς! Δὲν θὰ εἶχε θέσι στὴ ζωή μας τὸ σαράκι τῆς πλεονεξίας καὶ τὸ φαρμάκι τῆς ἀδικίας. Δὲν θὰ πικραινόμασταν νύχτα μέρα μὲ τὶς ἀντιζηλίες. Ἀντιθέτως θὰ βλέπαμε τοὺς ἄλλους σὰν ἀδελφοὺς καὶ θὰ διαθέταμε τὰ ἀγαθά μας γιὰ τὴν βοήθεια καὶ ἐξυπηρέτησι ἐκείνων, ποὺ θὰ εἶχαν ἀνάγκη. Ἔτσι ἡ γῆ μας θὰ γινόταν παράρτημα τοῦ οὐρανοῦ, Παράδεισος καὶ ἡ ζωή μας σ’ αὐτὴν θὰ ἦταν χωρὶς ἄγχος καὶ ἀνησυχίες, ἀλλὰ ἤρεμη καὶ εὐτυχισμένη. Καὶ ἐάν διαθέταμε τὰ φθαρτὰ ἀγαθά μας σὲ ἔργα ἀγάπης, τότε ἡ ἄφθαρτη καὶ ἀθάνατη ψυχή μας θὰ ἔφευγε γιὰ τὸν οὐρανὸ φορτωμένη μὲ καλωσύνες, ποὺ ἐχουν μεγάλη σημασία γιὰ τὴν θέσι μας στὴν αἰωνιότητα. Δὲν θὰ ἦταν γυμνὴ καί ἐλεεινή, ὅπως τῶν ἀσεβῶν πλουσίων καί ἐνδόξων τῆς γῆς, ἀλλά στολισμένη καί ἐφωδιασμένη μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἐφόδια, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν εὐτυχία τῶν οὐρανῶν.
    Θὰ θελήσουμε ἆραγε, ἀδελφέ μου, νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ αὐτά, ποὺ τὰ ξέρουμε πολὺ καλὰ ὅλοι μας καὶ ἀπό τὰ ὁποία ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ τοῦ αἰωνίου μέλλοντός μας; (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ»τ. 1984, σ.543)